Ρεβεγιόν. Μπαρ του Κέντρου. Μουσική δυνατή και παρέα αδιάφορη. Φίλοι, γυναίκες και γνωστοί που πήξαμε στα καταναγκαστικά χρόνια πολλά. Καταναγκαστική Διασκέδαση. Σε ποιό ποτό είμαι; Εβδομο; Ογδοο; Τσιγάρα, καπνός, χέρια που με τραβάνε ή με χαϊδεύουν με κόκκινα νύχια, και κόκκινα χείλη έτοιμα να μου καταβροχθίσουν τα αυτιά.
Οι σωστές φαντασιώσεις.
Οι σωστές φαντασιώσεις ξεκινάνε σε εισόδους πολυκατοικιών. Γι’αυτό θα της πω ότι είναι κλειδωμένα. Δεν της χτυπάω το κουδούνι. Κατεβαίνει μέχρι κάτω να ανοίξει. 《Μα αφού είναι ανοι..》Και πριν προλάβει να τελειώσει την κολλάω στα κουδούνια και αυτά αρχίζουν να χτυπάνε εκτός ρυθμού. Μας φωνάζουν από τα θυροτηλέφωνα και ακούνε μόνο ανάσες και σάλια. Την πάω προς τα μέσα, εκείνη πισωπαταει και εγω την στηρίζω κρατώντας την απο τη μέση. Με χώνει στο ασανσέρ. Ενώ ανεβαίνουμε της ανεβάζω την φούστα. Ντυμένη στα κόκκινα, στα γιορτινά της, κόκκινη φούστα και σετ κόκκινη ζακέτα απο πάνω. Βάζω τα χέρια μου κάτω από κάθε κόκκινο στρώμα υφάσματος πάνω της. Ανοίγει την πόρτα και πάει να ξεκλειδώσει. Θα την τραβήξω πίσω. Οι σωστές φαντασιώσεις πάντα σταματάνε για λίγο στο ασανσέρ. Ξανακλείνει την πόρτα, το φως στο ασανσέρ σβήνει και μένουμε στο σκοτάδι. Της βγάζω την κόκκινη ζακετούλα και της λύνω τα μαλλιά. Δεν φαίνεται να την ενοχλεί, αντιθέτως με πετάει πάνω στον καθρέφτη 《Γιατί μου τα κάνεις αυτά; θα με πεθάνεις》λέει και εγω την τραβάω έξω. 《Πάμε σπίτι》 της λέω 《θέλω να σε βλέπω》.
Μπαίνουμε μέσα και αρχίζω να τη τυλιγω με τα εκατοντάδες λαμπάκια, την δένω. Δεν θα τη πάω ακόμη στο κρεβάτι, θέλω να τη παιδέψω. Την τραβάω στην κουζίνα, την στριμώχνω στα ντουλάπια και εκείνη δαγκώνει πετσετάκια, καθώς τη φιλάω στο λαιμό. 《Καλή Χρονιά, μικρή》 και της τραβάω αργά αργά το καλσόν. Είναι μεθυσμένη, τα μάτια της κατακόκκινα. Με κοιτάζει τάχα φοβισμένα και μου αναστενάζει τόσο γλυκά και σιγά, που ίσα που ακούγεται. Μου ζητάει να την πάω μέσα 《Όχι 》. Θα την φιλήσω κόντρα σε όλες τις επιφάνειες του σπιτιού και μέχρι να φτάσουμε στο κρεβάτι θα την έχω αφήσει γυμνή. Θα την αφήνω να ιδρώνει, αλλά δεν θα κρυώσει ούτε στιγμή. Τα ντουλάπια χτυπάνε, οι σελιδοδείκτες πεφτουν εγώ γονάτιζω και αυτή φιλάει τον τοίχο. Πάνε τα γιορτινά της, την έχω εκεί στο κρεβάτι τωρα να περιμένει. Κανει να βγάλει τα δαχτυλίδια της 《Μη τα βγάζεις, μόνο αυτά θα φοράς για απόψε》. Υπακούει και με αγκαλιάζει σφιχτά, μπήγει τα νύχια της στην πλάτη μου και κυλιόμαστε στα σεντόνια δεμένοι χέρια – πόδια – κοιλιές – αστράγαλοι- στόματα. Δαγκώνω/γλύφει, γλύφει/δαγκώνω και ιδρώνουμε《Με πεθαίνεις》λέει 《Βοήθα με》.
Έτσι ξεκινούν οι σωστές φαντασιώσεις.
Πιάνω το κινητό και της στελνω μήνυμα:
《Πως μπορείς να με καυλώνεις τόσο με αυτά που γράφεις;》
-φωτο nudegrafia-
Αχ τι καλά
Μου αρέσει!Μου αρέσει!