《Χτες που ξυπνήσαμε δεν είχαμε καφέ》

Δρόμοι που είχα να περπατήσω χρόνια και κάπως, με κάποιον τρόπο, τους ψιλοθυμόμουν. Ανοίγουν ομπρέλες, μετά κλείνουν και μετά χάνονται ή χαρίζονται. Η βροχή σταματάει και ξαναρχίζει, όπως στο Λονδίνο. Το κέντρο είναι μικρό, περπατιέται μέσα σε δέκα λεπτά, ανηφόρες και κατηφορες και φαγάδικα σε κάθε γωνιά, με επιγραφές τύπου 《Καζάν ντιπι με κρέμα απο γάλα βουβαλιου》ή 《Του Λάμπρου》, που ειναι απίστευτα οικείες, και ομίχλη πυκνή κάτω στη παραλία, τόσο που δεν βλέπεις την μύτη σου. Γιατί όμορφη;  Όμορφη γιατί έχει αυτα τα στοιχεία του παρελθόντος εδώ και εκεί, στους τεράστιους πεζοδρόμους και στις τεράστιες πλατείες. Τα συναντάς μπροστά σου μαζι με το φεγγάρι που κρύβεται σχεδόν πάντα στην υγρασία. Γιατί έχει και τα δικά σου στοιχεία του παρελθόντος και πάνω που λεω ότι κατάφερα και σε απέφυγα, πέφτω πάνω τους στο επόμενο στενό, πέφτω πάνω σου ακόμα και εδώ. Συναντιόμαστε οι πολύ αγαπημένοι που είμαστε μακριά, συναντιόμαστε σαν να μη πέρασε μια μέρα. Πάντα οι ίδιοι, δεν ξέρω πως γίνεται και δεν λείπει πότε κανένας μας. Έχουμε να πούμε ιστορίες ο ένας στον άλλον τόσο υπερβολικές που δεν γινόμαστε πειστικοί με τίποτα. Ιστορίες για δικαστήρια και ψευδείς κατηγορίες, για μετακομίσεις, για πτυχία με πανό και για βρεγμένα τσιγάρα. Για γλάστρες και για εξωφρενικές προσκλήσεις σε εξωφρενικους καφέδες. Με περιμενει μια αγκαλιά στο σπίτι. Ψέματα, εγώ περιμένω μια αγκαλιά στο σπίτι. Για έναν γαλήνιο ύπνο. Κάποιοι άνθρωποι πάντα θα μυρίζουν αλκοόλ όταν τους φιλαμε στα μάγουλά τους. Μου φωνάζουν ψιτ ψιτ από το μπαλκόνι και μαζεύονται γύρω μου ξαφνικά 10 γάτες, 10 πολυ όμορφες γάτες. Λενε πως οι γάτες τον χειμώνα είναι πιο όμορφες γιατί το τρίχωμα τους φουντώνει. Και εμένα η δικιά μου, μου εχει ήδη λείψει. Εδώ ακόμα και οι γάτες είναι πανέμορφες, όπως ειναι και τα αγόρια που μας σερβίρουν τα ποτά μας και μας κερναν τσιγάρα. Τα αγόρια που ξέρουμε ότι δεν θα ξαναδούμε. Όμορφα σπίτια που βάφτηκαν και στολιστηκαν απο την αρχή, με τακτοποιημένα στυλό και συλλογές από αναπτήρες κλεμμένους. Με βαμμενα πορτοκάλι πλακάκια και έπιπλα κληρονομιάς. Στοιβαζόμαστε οι φίλοι, οι εραστές, οι συγγενείς δύο και τρεις μαζί και δεν φτάνουν τα παπλώματα να σκεπαστουμε όλοι. Κάποιοι πρέπει να αγκαλιαστούν αν δεν θελουν να κρυώσουν. Φίλοι που ταξιδεύουν μαζί, μένουν μαζί για πάντα. Φίλοι που μαθαίνουν πού να βάζουν κόμματα ή μαθαίνουν συνώνυμα της λέξης αενάως -και τα χρησιμοποιούν συνέχεια-. Σου ζητούν να γράψεις δύο αράδες και εσύ γράφεις :《Θέλω να σκίσω όλες τις σελίδες όλων των τετραδιων που θα φτάσουν ποτέ στα χέρια μου, μήπως και σταματήσω ετσι να γράφω για ‘σένα》, δεν ξέρεις πως σου ‘ρθε, αλλα σου αρέσει. Από πίσω παιζει ο λατρεμένος Τζόνι Κας. Ποτήρια με νερό που σε αναγκάζουν να κατεβάσεις, αλλα εσυ θέλεις να τα πετάξεις στον τοίχο. Δεν θέλεις να ξαναπιεις νερό, αλλα την επόμενη στιγμή καταλήγεις να πίνεις για να κατέβει κάτω ένα παναντολ αντβανς. Αυτοί που θα επρεπε να μη σου κρύβουν τίποτα, δεν σου λένε ποτέ την αλήθεια. Γιατι; Γιατί σε εγκαταλείπουν ετσι, πετώντας σου το μπαλάκι; Γιατί σε καταδικάζουν σε φταίχτη; Εγώ χρησιμοποιώ εσένα και εσύ εμένα και δίνεις καθυστερήσεις (γιατι;) και πάμε σε παράταση και καταλήγουμε στα πέναλτι. Στα πέναλτι δεν μπορείς να με αποφύγεις, ούτε και εγω εσένα. Εγώ προσπαθώ να πιάσω τη μπάλα και εσύ να με γκρεμίσεις ή το ανάποδο.

Γυρνώντας πίσω όλα γίνονται ακόμα πιο οικεία.  Η ρουτίνα είναι πάντα οικεία. Ακούω μια κοπέλα να φωνάζει《σ’αγαπώ》 σε μια άλλη κοπέλα απέναντι και θέλω να της πω 《Ναι, αλλά που την βάζεις;》. Φτάνω σπίτι. Άλλοι καίνε γράμματα στο μπαλκόνι και άλλοι απλά τα καταχωνιαζουν σε ένα μαύρο κουτί, με επιγραφή απαγορευμένον στο βάθος της ντουλάπας ή διαγράφουν φακέλους ολόκληρους, με δεκάδες αρχεία από την μνήμη RAM, με σκοπο να τα διαγράψουν αργότερα και από το νου τους. Αφού τα κρύψουν βγαίνουν να πιουν μια μπύρα και να αναστεναξουν.

IMG_20181121_223128_842

Χωνω αυτα τα πράγματα σε ενα κουτι απο ταρτολετες και το πετάω στο βάθος του τελευταίου συρταριου και τρεχω στη δουλειά. Αυτό το υποθετικό μαγαζί, το κρυφό, στο πιο κεντρικό σημείο. Κάποιος φέρνει ένα τσουβάλι χουρμάδες για κάποιον που θα περάσει αργότερα να τους πάρει. Κάποια μέλη του Ρουβικωνα συνελήφθησαν και εγώ παραλίγο να κλέψω τα γυαλιά ενός θαμώνα. Πού είναι το μυαλό μου; Δεν εμπιστεύομαι τους ανθρώπους που θέλουν να δείχνουν ευγενικοί ενώ δεν ειναι, με τρομάζουν. Με τρομάζει και που η πρώτη εντύπωση για καποιον είναι η πιο καθοριστική. Με τρομάζει η φαντασία μου και οι ιστορίες που φτιάχνω, αυτά τα παιχνίδια του μυαλού που λέμε. Από όλα τα σενάρια εγώ θα φανταστώ πάντα το χειρότερο. Θα σας πω γιατί. Γιατί αν έμαθα κατι φέτος, αυτο ήταν ότι οσο και να μη θες να το πιστέψεις, πάντα το worst case scenario είναι που έχει συμβεί κάτω από τη μύτη σου.

Ενημερώνω εναν τύπο για τις μπύρες που έχει το μαγαζί. Μου λείπει η Βόρεια, την θυμάσαι την Βόρεια ; Χαζεύω κάτι συλλεκτικα μπουκάλια Ντισαρονο και βοηθαω μια κυρια που αγορασε ενα έξυπνο κινητό να κατεβάσει το φεισμπουκ. Η μάνα της, μου λεει, άνοιξε την πόρτα και έφυγε χτες, αρχές άνοιας. Την βρήκαν και την μάζεψαν στο Α.Τ Περιστερίου. Μου είπε:《Κάποια πράγματα τα διακωμωδουμε για να μη τρελαθούμε》. Η Ειμυ, λέει, όταν πήγε στο κέντρο απεξάρτησης είπε ότι έπινε γιατί τα έκανε θάλασσα και έχασε τον άντρα που αγαπούσε. Ο γιατρός είπε ευχαριστημένος οτι ευτυχώς για ‘κείνη δεν ήταν αλκοολική, είχε απλά κατάθλιψη. Αυτο το έμαθα τυχαία απο μια συνονοματη που μετά συζητήσαμε για τη γιορτή μας. Πλησιάζουν και τα γενέθλια μου. Τα είχα ξεχάσει. Ξεκίνησε και η σεζόν του Σταυρού και κανονιζουμε τα ρεπό. Ξέρει εκεινος που θα θέλει να με βρει πια που να με βρει. Τερμα τα ραντεβου για καφέδες. Τώρα αγαπημένοι μου θα βρισκόμαστε στο Σταυρό. Στο μαγαζι τώρα παίζει τζαζ και καποιος κάνει παραγγελια Στρατο Διονυσίου και μετά εγώ προσθέτω στη πλειλιστ τους Τρεις Καφέδες. Ντρέπομαι τα σκαλοπάτια που ανεβαίναμε αγκαλιά . Ντρέπομαι . Πάλι η λέξη καφές στον τίτλο, τυχαίο ; Είμαι πολύ θυμωμένη. Ξεφλουδιζω τους τοίχους μου, πετάω τα ρούχα μου. Η Φ. με παρακαλάει να ξαναβαψω τα μαλλιά μου πορτοκαλί και εγώ την βρίζω. Πορτοκαλι; Δεν πρόκειται να ξανακάνω τα μαλλιά μου πορτοκαλί ποτε, προτιμώ να τα ξυρισω γουλι. Ποτέ. Ούτε βέβαια και ξανθά. Γενικά ξεχάστε τα ανοιχτά χρώματα. Μαύρα θα πάω να τα βάψω. Να χασω το σήμα κατατεθέν μου. Δεν μπορω να χορέψω, μπερδεύω τα βήματα μου. Μπορώ όμως να περπατήσω, έστω και αυτόματα. Προς την άλλη κατεύθυνση. Ο Λ. λέει πως αν είναι θέμα ποσότητας, σε έχω νικήσει κατά πολύ και αν πάλι είναι θέμα ποιότητας, πάλι σε κερδίζω. Εγω απαντώ ότι σίγουρα εγω έχω χάσει αυτό το ματς παταγωδώς, μα ο χαμένος τα παίρνει όλα. Γνωστή ατάκα. Πετυχαίνω στο τραμ τον ξανθό τύπο απο τη συναυλία και θέλω να τον πιασω απο τον ώμο και να του πω 《Γυρίσαμε Αθήνα, τώρα όλα όπως πριν》. Φοράμε καινουρια παλτό και ζακετες. Κλείσαμε τα καλοκαιρινα μας στη ντουλάπα και έτσι θα δυσκολευτείτε να μας αναγνωρίσετε στον δρόμο. Ξεχάστε τα βιβλία που διαβάζαμε. *διόρθωση : τα βιβλία που σας διαβάζαμε. Πάλι καλά που το διάβασμα δεν κόβεται με τίποτα τουλάχιστον. Εμείς θα κρατήσουμε στο μυαλό μας τα μυστικά του σωστού πακεταρισματος, κανα δυο ατακες και εκείνη την εικόνα της κοπέλας που χτενίζε τα κόκκινα μαλλιά της έξω στην αυλή. Αυτά .

-τα υπόλοιπα δεν πρεπει να τα γράφω-

Screenshot_2018-11-21-22-21-37-1

Και κάπως έτσι ξεκινάει πάλι η ρουτίνα.

Ξημερώνει στη μεγάλη πόλη.

Όλα όπως πριν,

εκτός που δεν μπορώ να ξαναπιω εσπρεσακι.

Τώρα πίνω αμερικανο.

Ποτέ σκέτο.

Αντίο.

Screenshot_2018-11-21-22-16-17-1.png

 

Σαν υστερογραφο, 

Καλύτερα που σε εμένα δεν έφτιαξες πότε μια κούπα καφέ το πρωί .

Red’s dead baby… Red’s dead .

Screenshot_2018-11-21-22-19-10-1

 

Χαμένη στην εντατική.

* Αυτό το κείμενο δεν το έγραψε η Κιου. Αυτό το κείμενο αφιερώθηκε στην Κιου εκείνη τη μέρα που μπέρδεψε τα κτελ.

IMG_20181103_182014_598

 

«Μια εβδομαδα στην εντατικη. Πηγαινω καθε μεσημερι 12:30 – 13:00 . Με ντυνουν στα γαλαζια τ’αποστειρωμενα. Φιλάω την Κιου φορωντας μασκα και της ψιθυριζω στ’αυτί νότες διάσπαρτες, γιατι ποτε δεν ξεκινησαμε εκείνα τα μαθηματα της μουσικης. Κλαμμενην ρωταω τους γιατρους για τ’αποτελεσματα της αξονικης. Δυστυχως καμια εγκεφαλικη δραστηριοτητα. Μαλακες. Εγω εκει. Σε παροτρυνω να μου σφιξεις το χερι. Να τους αποδειξουμε οτι ζεις. Διπλα σου ενας παππους. Η γυναικα του τον χαιδευει. Του λεει «ξυπνα Μιχαλη μου ανοιξε τα ματια σου να φυγουμε απο δω, μας περιμενουν τα εγγονια μας». Τιποτα ο Κυρ-Μιχαλης. Σηκωνεται κουρασμενα η γιαγια και παρακαλει τον νοσοκομο να της καλεσει ενα ταξι για το Κτελ Λιοσιων. Χαμογελω ασυναισθητα. Γυριζω να σε κοιταξω και το μηχανημα ζωγραφιζει καρδουλες, οι παλμοι σου ανεβαινουν. Οι γιατροι με βγαζουν εξω. «Σας το ειπα οτι ζει» μονολογώ βγαζοντας τα γαλαζια τ’αποστειρωμενα. Παω να μας ξαναγραψω σ’εκεινα τα μαθηματα της μουσικης..

«Ο τελευταίος των Κενταύρων»

Το ανάγνωσμα της τελευταίας εβδομάδας ήταν το Ποιός θυμάμαι τον Αλφονς απο τον Κώστα Ακριβό και τελείωσε σήμερα 4:00 τα ξημερώματα, επιβεβαιώνοντας κάτι που σκεφτόμουν εδώ και καιρό, ότι δηλαδή οι καλύτερες μας σκέψεις αν έχουν αποτυπωθεί κάπου αυτό το κάπου είναι σίγουρα στα γράμματα που έχουμε γράψει . Απεσταλμενα ή μη.

Αυτό βρέθηκε γραμμένο σε κάποια επιστολή του Αλφονς:

《Περπατησες ποτέ στην ομίχλη και να τη νιώσεις σαν ένα καινούργιο δέρμα πάνω σου; Έχεις βγει γυμνός στη καταιγίδα; Άφησες τον ήλιο του Αυγούστου να σου τρυπήσει το κρανίο και ‘συ να’σαι ξαπλωμένος σε μια ερημική παραλία, μέχρι που να νιώσεις παραισθήσεις; Αυτός είμαι εγώ! Λίγο ακόμα και θα αισθανθώ σαν ο δέκατος τρίτος θεός των αρχαίων προγόνων Ελλήνων. Λες κάποτε να γινω;》

big_13806123_0_570-768

https://www.captainbook.gr/book/154766/1259428045/poios-thumatai-ton-alfons

Εμεις τα βιβλία μας τα αγοράζουμε πάντα από τον Καπετάνιο γιατί είμαστε συναισθηματικά δεμένοι ..

Να ξυπνάς αργά.

 

《Να ξυπνάς νωρίς》 λένε  《Να έχεις τη μέρα μπροστά σου》. Αρχίδια.  Εγώ λέω να ξυπνάς αργά και να έχεις μπροστά σου το βράδυ. Όλο το βράδυ να κάνεις έρωτα με τον καλό σου. Όχι κινηματογραφικό έρωτα, αλλά αληθινό, ωμό . Να δαγκώνεστε, να ξεσκίζετε το δέρμα σας, να φιλιέστε στα αυτιά και στα ζυγωματικά. Να χαιδεύεστε, να χαιδεύεστε ακούραστα, να τρίβεστε, σαν τις γάτες, να γλύφετε ο ένας τον άλλον. Μετά θα έρχεται η ώρα που θα φτάνει ο ήλιος πάνω από το κεφάλι σας, αλλά εσύ να μην ξυπνήσεις. Κάνε μια κίνηση με το χέρι και κατέβασε την περσίδα να πέσει σκοτάδι. Και κοιμήσου. Κοιμήσου μαζί του. Κοιμηθείτε σαν να  είστε ενωμένοι. Να είστε από αυτούς που για να ‘ναι ήρεμοι χρειάζονται ο ένας ο δέρμα του άλλου. Θέλω να σε νιώθω. Θέλω η άκρη του χεριού μου να αγγίζει το σώμα σου, θέλω να γυρνάς  πλευρό και να με παίρνεις μαζί σου, να ‘μαι η επέκταση της μέσης σου ή της κοιλιάς σου. Τα πόδια μας να ενώνονται στο τελευταίο δάχτυλο. Ένας μυστικός χορός κάτω από το πάπλωμα, ανύπαρκτοι οι δυό μας στο κέντρο μιας  τεράστιας  πόλης που θα ξυπνάει. Να  ροχαλίζεις και να  με ρίχνει το ροχαλητό σου σε ύπνο ακόμα πιο βαθύ, να ονειρεύομαι δράκους και τίγρεις, να ιδρώνουν οι παλάμες μου. Να τρίζω τα δόντια μου και να μου ξεφεύγουν μισόλογα  που θα στάζουν έρωτες, και εσύ θα τα μετατρέπεις σε εικόνες στα όνειρά σου. Θα χαμογελάς, όπως  χτες που σε φίλησα και μου πες ότι είδες πως δάγκωνες  φράουλες. Να γίνομαι φράουλα. Να ταιριάξουν οι ανάσες μας και μετά να διαχωριστούν ξανά. Η δικιά σου είναι βαριά, σαν κάτι να σε πνίγει, παλεύεις να ανασάνεις. Αν δεν ήξερα πόσα πακέτα ξεπετάς τη μέρα, θα ‘λεγα ότι στον ύπνο σου πάντα τρέχεις να ξεφύγεις από τους φόβους σου, μέχρι που σκας. Η δικιά μου ούτε που ακούγεται, γυρνάς κάθε λίγο να με ακούσεις αν ζώ. Μόλις σιγουρευτείς γυρνάς πάλι πλευρά. Χτυπάνε τα κινητά   μας, μας καλούν. Μετά μας καλούν τα ξυπνητήρια. Σε κοιτάω ανήσυχη. Περιμένω να δω αν θα τα σηκώσεις και εσύ μου φιλάς τα δάχτυλα, χαμογελάς και σφίγγεις τα βλέφαρα. Χαμογελάω και εγώ. Πετάω το κινητό μου από το παράθυρο. Πάει. Σου χαιδεύω το μέτωπο και μεσημέριασε και βράδιασε. Οι από κάτω κάνουν πάρτυ και τραγουδάνε. Εσύ μου τραγουδάς νανουρίσματα και ανασαίνεις στο αυτί μου, με γαργαλάς. Με αγκαλιάζεις σαν χταπόδι, πλέκεσαι πάνω μου, κολλάς, με πνίγεις, με φιλάς στα μαλλιά, μου φοράς τις κάλτσες μου και μετά τα ρούχα μου, είμαι η κούκλα σου, η μαριονέτα σου.  Εγώ δεν θέλω να σε ντύσω• ας σηκωθούμε σε λίγο. Σου χορεύω, σου ζητάω να μου τραγουδήσεις  πάλι αυτό το τραγούδι σου , που πάντα ξεχνάω πως το λένε και περιμένω να ξανάρθεις και να μου το θυμίσεις . Εγώ θα σηκωθώ, θα γλιστρήσω μέχρι την κουζίνα να σε κεράσω παγωτό που έχουμε στη κατάψυξη και σοκολατένιο κέικ, και θα σου φτιάξω καφέ. Θα μου πεις ότι στον έκανα όπως πρέπει, όπως σου αρέσει. Θα κάνουμε ένα τσιγάρο να πάει κάτω ο καφές, θα καβαλήσουμε το μηχανάκι και θα ξεχυθούμε στη πόλη αναζητώντας  κορναρίσματα, ζογκλέρ των φαναριών, σκυλιά Δαλματίας και  περιπέτεια. Είναι Δευτέρα, η θερμοκρασία είναι 13 βαθμοί κελσίου, η Μεσογείων και η Αλεξάνδρας είναι πηγμένες ,ο κόσμος γυρνάει απ΄τη δουλεία του, είναι Άνοιξη. Εγώ κάνω την Αμελί και εσυ τον Νινό. Χαμο- γελάμε. Καλημέρα.

20180116_172036.jpg