προσφιλές πτώμα (;)

587e5e0d-1878-431c-a840-70651e26947e

Ο Παπαγιώργης γράφει:
«Ο νεκρός αποτελεί συντριπτική στιγμή ζωής. Επιτέλους ο  θάνατος παύει να ‘ναι χάσκουσα απειλή, άπραγη επίγνωση ότι η ζωή βρίσκεται ως προθεσμία και παράταση, ως χαριστική και ύπουλη αναβολή του τέλους. Με την βαρύτητα του αναπότρεπτου γεγονότος έχει πια χώρο και χρόνο, μορφή, δράμα και πάνω απ’όλα αντίκτυπο στην καρδιά.
(…)
Ο νεκρός αδυσώπητα μετέρχεται όλες τις παραλλαγές του τετελεσμένου και του αναπότρεπτου.
(…)

 

 

 

Το παλιό σου πάθος, ο περασμένος άνθρωπος σου, σε μια συνάντηση χρόνια μετά, είναι το δικό σου προσφιλές πτώμα. Δεν καταλαβαίνεις πια τίποτα σχεδόν από τη γλώσσα του, πιάνεις μοναχα σκόρπιες λέξεις μια στο τόσο. Εσύ που χτυπιόσουν πως δεν μπορείς χωρίς αυτή τη γλώσσα του, χωρίς τον τρόπο του. Εσυ που δεν μπορούσες χώρια, τελικά τα κατάφερες μια χαρά, τόσα χρόνια, και τώρα στέκεται το πτώμα μπροστά σου παντάξενο. Στην αρχή θα σκεφτείς πως άλλαξε, μα ξέρεις πως ο νεκρός χαρακτηρίζεται από τελειότητα, ολόιδιος όπως όταν έσφυζε από ζωή, μόνο που τώρα είναι έρημος. Έρημος από τον έρωτα σου, κούφιος. Στέκεσαι σαν μπροστά στο τάφο των πιο θεικών σου συναισθημάτων. Ο άλλος είναι τάφος, πώς να το πω, είναι μνήμα, είναι ορόσημο περασμένων ευτυχιών, περασμένων ερώτων στεφανομένων. Τι να κάνεις; Πώς να αντιδράσεις; Να κλάψεις, να γελάσεις, να αναστενάξεις που ξελάφρωσες, να χαιδέψεις το μάρμαρο; Θέλεις να τα κάνεις όλα μαζί. Αρκεί το προσφιλές σου πτώμα για να συνειδητοποιήσεις την θνησιμότητα των πραγμάτων μέσα σου, την ημερομηνία λήξης των συναισθηματικών σου αποθεμάτων, την αλλαγή της διάταξης των αναγκών σου. Ο χρόνος προς το παρόν σε οδηγεί μόνο προς τα μπρός και ενώ το ξέρεις από καιρό και συνήθως διόλου δεν σε νοιάζει, τώρα ξαφνικά κάπου μέσα σου μια τοσοδούλα κλαίει για το αναπόφευκτο πως όλα τα ξεπερνά ο άνθρωπος, πως όλα τα περασμένα είναι καταδικασμένα να χάνουν την αίγλη τους, να τα καλύψουν οι κισσοί. Πάνω από τους παλιούς τάφους νέα άνθη δεν θα ευκαιρήσουν ξανά.

《Οι ζωντανοί, αργά ή γρήγορα, προδίδουν τον νεκρό. Ο άνθρωπος δεν αντέχει,  χαλάει, προτιμά τα μικρά απο τα μεγάλα, τα κοντινά απο τα απόμακρα, θυσιάζει τα πάντα στη σκέψη ότι το σήμερα είναι η καλύτερη μέρα.》

Γιατί αφήνουμε τον νεκρό τότε να στοιχειώνει τα χρόνια μας, γιατί τον θέλουμε να κυκλοφορεί ανάμεσα στα πόδια μας σαν να ΄’ναι ακόμη εδώ; Γιατί παριστάνουμε πως δεν έφυγε ποτέ;
Για να μπορούμε να επιστρέφουμε στο οικείο μας παρελθόν κάθε φορά που θέλουμε να αποφύγουμε τη σημερινή μέρα. Θέλουμε να ήταν δυνατό να αλλάξουμε το μοιραίο, να ήταν δυνατό να ελέγξουμε το πέρασμα του χρόνου. Να πιαστούμε για λίγο στο παρελθόν. Το τώρα μπορεί να είναι πολύ γοητευτικό, αλλά ταυτόχρονα μας τρομοκρατεί έτσι όπως μας κατακλύζει . Μας λείπει η ασφάλεια του γνώριμου περασμένου. Είναι μια ολόκληρη εποχή αυτή που κουβαλάει μαζί του ο αποθανών, μια βερσιόν του εαυτού μας που πίσω δεν γυρνά. Κρατιόμαστε από τον νεκρό και ας μη ξέρουμε πια γιατί ακριβώς, γιατί οι ζωντανοί μπροστά του θυμίζουν ξόανα.

Εγκαταλείπεις ποτέ πραγματικά το λατρεμένο σου πτώμα; Φτυαρια τη φτυαριά, κάθε μέρα, χορταριάζει τελικά ποτέ το μνήμα;

I never said i was deer

Screenshot_2019-11-21-00-18-18-1.png

εποχή των μαγισσών.
ευρέθησαν οι απαιτούμενες αποδείξεις:
η θεά Άρτεμις είναι ταυτόχρονα κυνηγός και μαζί θήραμα,
ελάφι ιερό και δεινή τοξότης
κυνηγά τον εαυτό της.

εποχή του κυνηγιού.
βρέθηκαν, σας λέω, αποδείξεις
σαν Άρτεμις, επιβεβαιώνω,
πως είναι ο εαυτός μας
ο πιο γοητευτικός εχθρός.
το σύμβολό μας το θείο.
το ιερό ελάφι μας.

σε ατελείωτες ιεροτελεστίες
με θανατώνω με κατάνυξη φοβερή,
χωρίς να ξέρω πως πρόκειται για μένα.

όσες φορές και να με σκοτώσω δενπιάνει
θέλει χέρι ξένο, μα αγαπημένο, δασκαλεμένο
και έτσι έμαθα και τη διδάσκω την τέχνη
και μετράω τώρα και θανάτους της προκοπής.

 

είπε η Λ. :
εκεί που πάω να απογειωθώ γειώνομαι,
κι αυτό είναι το γούστο μου, η ζωή μου,
γι’ αυτό βρίζω, έχω ένα κυνισμό.
για να μη φύγω να μην απογειωθώ και πληγωθώ,
παρόλο που δεν γλυτώνεις ποτέ από αυτό.

 

είπα εγώ.:

άμα χάσεις τον κυνισμό, χάνεις το παιχνίδι που έτσι και αλλιώς χαμένο ήταν. 

Το ονειρικό πουλί της πλήξης

tumblr_ph0tu0HNDM1r0cew3o1_500

Λέει ο Λ. πως διάβασε σήμερα ότι η μεγάλη πλήξη είναι το πουλί που κλωσάει τα αυγά της λαμπρής δημιουργικότητας ή κάτι τέτοιο.
Και εμείς, βεβαίως, όταν μας χτυπά την πόρτα η μεγάλη πλήξη, την καλωσορίζουμε, και μετά στωικά περιμένουμε την γέννηση της δημιουργικότητας, που όταν τελικά προσγειώνεται στο σαλόνι μας -και στη γλώσσα μας, πιο συγκεκριμένα- δεν έχει ποτέ άξιο παραλήπτη.
Οι μόνοι άξιοι παραλήπτες της δημιουργικότητάς μας είναι εκείνοι που όταν τους τηλεφωνούμε εν μέσω πλήξης, ακούν με μεγάλη προσήλωση την λίστα του σούπερ-μάρκετ, τα πρωινά του Σαββάτου. Τους υπερλατρεύουμε, μας υπερλατρεύουν και είναι ο λόγος που δηλώνουμε πως η καθημερινότητα είναι ερωτεύσιμη.
Με αυτούς αξίζει να μοιραστούμε την μεγάλη ευχαρίστηση που πήσαμε όταν τα ξημερώματα μυρισαμε τους πρώτους πάγκους με λουλούδια να στήνονται στη Καλλιδρομίου και τα πρώτα ψωμιά να βγαίνουν φρέσκα απο τον φούρνο παρακάτω.
Όλες αυτές οι σκέψεις προκύπτουν εξαιτίας της τελευταίας ηχογραφημένης εκπομπής των Νυχτερινών Κολυμβητών, εξαιτίας του ξαφνικού μου έρωτα για ένα ακορντεόν και της σελήνης στον Υδροχόο που επιμένει από την αρχή του μήνα να δυσκολεύει την ύπαρξη, παντελώς ξεδιάντροπα -σύμφωνα με εμε.
Σε οδηγεί στη κουζίνα, ενώ ψάχνεις το μπάνιο,
σου ορίζει ημερομηνίες λήξης και τελευταίων ασπασμών,
σου φέρνει πίσω τα αποτσίγαρα σου να σε πείσει πως έχεις ακόμη μια τζούρα και ετσι να καείς στο άναμμα,
σου φανερώνει πως το μεγάλο όνειρό σου θα πλησιάζει κομματιασμένο στην πλάτη διαφορετικών ανθρώπων, σαν τα αρχαία αγάλματα, και εσυ θα επιμένεις πως το θες ενιαίο σε έναν, μάταια.
ΚΑΙ όπως πάντα γοητευμένη καταστροφικά απο την πλάνη του Υδροχόου, θα βγάζεις δηλωση, αφελέστατα, ακόμη και τελευταια στιγμή, πως είσαι ετοιμη για το αυριανό τρεχαλητο, αναμέτρηση μούρη με μούρη, ας ηχησουν φυσαρμονικες, γουι γουιλ σερβαιβ.

Βιβες.

 

 

Last cicada

jordan-cicadas-annual.jpg

Σε πετυχαίνω

ένα μήνα μετά

σε θεϊκό πρωινό

σε πολυσύχναστο δρόμο

των εξαρχείων

κόβεις μαχαίρι τη βουή

έτσι που -μου- φαίνεσαι

φρεσκοξυπνημένος

πετάς δύο φιλιά

που φτιάχτηκαν λες και ακριβώς

στα μέτρα του προσώπου μου

λες πως είσαι για κάπου που δεν ακούω

βιαστικός

και ήλιος οκτωβριανός

περπατάς μακριά μου

καθώς προσπαθώ να

συγκρατήσω για τον

επικείμενο χειμώνα

με νύχια και με δόντια

την εικόνα σου

βρισκομαι εγώ -και όμως

αληθινή οδηγός

του φορτηγού αποφράξεων

που με προσπερνά θλιμμένο

εγώ αληθινά παίρνω

απο το στόμα μου το χέρι μου

ανοίγω να βγει έξω

το ξεχασμένο

από το θέρος κλάμα

και μπαίνοντας στο επόμενο

προπατζίδικο

τα πάντα

ενάντιά μου      παίζω 

μπας και πληρωθώ.

82e952171f38c5da05e38626a0e8cb00

 

Του είπε ενώ κοιμόντουσαν :

《 Σ. , φυσικά και κοιμάμαι γυμνή, μου αρέσει το δέρμα μου, έτσι όπως το αγγίζω. Είναι μαλακό και αφράτο.

Δεν είναι για δάγκωμα το δέρμα μου έτσι όπως έχω ξαπλωσει;                            Γύρνα να με δαγκωσεις, γύρνα να δεις. Ώμοι, στήθος, μπράτσα σαν ένα.    Αφράτα σαν δίπλες, σαν ζύμη από τσουρέκι, σαν λόφοι, σαν μωρό.            Θα με βάλεις για ύπνο;                            Και η κοιλιά μου;                              Χάιδεψε μου τη κοιλιά μου.                    Όχι έτσι, γαργαλιεμαι.                    Μπορείς να με τσιμπήσεις, αν θελεις, και μετα να με φιλησεις, αν πονάω.              Και τα μάγουλα μου;                                Δεν είναι για φαγωμα;                  Τσίμπησε με. Και εδώ τσίμπησε με.           

Σε παρακαλώ, φάε με.》

d616aa6cc4bf193323921435b73b9b4fΓυρνώντας πισω στην Αθήνα προσπαθούμε και ‘μεις να αποκτήσουμε άνοια. Να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε και που μένουμε. Να ξεχάσουμε τις γειτονιές μας και τα στέκια μας. Περιμένουμε να εξαφανιστούν οι φίλοι μας για να βρούμε μια δικαιολογία να εξαφανιστουμε και ‘μεις για άλλα μέρη. Να μη μας κραταει εδώ τιποτα πια.

Περιμένουμε να βρούμε εκείνους που μας περιμένουν στα μαγαζιά μας για να δούμε οτι όλα παραμένουν ίδια.

Παρ’ολα αυτά όταν κλείνουμε την πόρτα πίσω μας, δεν ξέρουμε αν είμαστε σπίτι.

Πίσω δεν είναι σπίτι, μπροστά δεν είναι σπίτι. Μένουμε Άστεγοι.

Από αύριο, όμως, πάλι στους δρόμους θα ξεχυθουμε, θα το ριξουμε στα σινεμά, άντε και κάνα ποτό

Και κάπως έτσι, σχετικά φτηνά, θα τη βγάλουμε την θεραπεία

Όσο για μας θα ρωτάνε στα μπαρ μας,

που στο κάτω κάτω δεν υπήρξαν και πότε δικά μας

Για όσο κάποιος θα μας περιμένει.

Εαρινή Ισημερία

tumblr_pjief8JcF71vibyp0o1_540

Σήμερα έχει συννεφιά, αλλά δεν με ενοχλεί. Αύριο πρώτη μέρα της άνοιξης, λες. Και η τελευταία υπερπανσέληνος, λες. Τι θερμοκρασία θα έχει το Σαββατοκύριακο, είδες καθόλου; Σκέφτομαι τη θάλασσα. Σήμερα Τετάρτη. Νομίζω. Περπατάω και μουρμουρίζω το τραγούδι σου στους περαστικούς. Οι περαστικοί μου φαίνονται πιο όμορφοι, οι οδηγοί των λεωφορείων λιγότερο κάφροι, μη σου πω γοητευτικοί. Ακόμη και οι ταρίφες μου φαίνονται λιγότερο μαλάκες. Έχει μέρες που έχει μπει η άνοιξη, σκέφτομαι. Σου γράφω στη τουαλέτα, ως γνήσιος ρομαντικός. Σε 10 ξεκινάνε τα ραντεβού. Η αναρχία του έρωτα κρύβεται στην αναποτελεσματικότητα που μας προκαλεί. Φυσικά και το σύστημα θα πέσει με τον έρωτα. Όταν ερωτεύεσαι υπολειτουργεις, νυστάζεις, ονειρεύεσαι, υπνοβατείς. Χάνεις τους υπολογισμούς, μετράς μόνο μέρες χωριστά, μετρας μόνο τα φιλιά που περιμένεις. Μπερδεύεις τα ονόματα, λες τους κύριους κυρίες, τα σύκα σκάφη και τη σκάφη σύκα. Γελάς ενώ πρέπει να ‘σαι σοβαρός. Λύνεις τη γραβάτα σου, την πετάς και φοράς μια με τον Λούκι Λουκ. Ακυρώνεις συμφωνίες, δεν συμφωνείς πλέον με το συμβατικό. Τινάζεις επιχειρήσεις στον αέρα και φεύγεις κλέβοντας τους μπανάνες απο το μπουφέ και ένα σερβίτσιο μαχαιροπίρουνα . Σήμερα μου λες πως έβγαλες 20 ευρω συν 2.50 μπουρμπουαρ και είσαι χαρούμενη. Έφτιαξες σοκολάτα και φραπέ και ελληνικό βαρύ διπλό. Μου έστειλες ένα ποίημα ένα τραγούδι και ένα φιλί. Νυστάζω. Θέλω οι φίλοι σου να σταματήσουν να σε προσέχουν, θέλω να έχω εγω το μονοπώλιο της φροντίδας σου. Και ας νυστάζω. Θα τα βγάλω πέρα, αλήθεια. Θα εξασκηθω μέχρι να το μάθω καλά, το να σε προσέχω. Αυτό που έγραφε  και στο ποίημα σου :

Νὰ σοῦ γλείψω τὰ χέρια, νὰ σοῦ γλείψω τὰ πόδια – ἡ ἀγάπη κερδίζεται μὲ τὴν ὑποταγή.

Ακομα και οι καουμποισσες μελαγχολουν

5fe31a36661033db5b65d34e8eb35228

Αυτοί που σε αγαπούν σε παίρνουν τηλέφωνο και σου λενε τις προσφορές της εβδομάδας από τον Σκλαβενίτη. Σου λένε Καλημέρα το πρωί. Αυτούς που τους αγαπάς προσπαθείς να τους προστατεψεις. Περπατάς στους μεγάλους δρόμους και λες και φταίνε τα σινεμά της Ακαδημίας ξεκιναει μπροστά στα μάτια σου έκτακτη απρογραμμάτιστη προβολή των ανθρώπων σου που παψανε να είναι άνθρωποι σου. Που δεν διαβάζουν τα κείμενα σου και δεν ξέρουν το όνομα της καινούργιας σου αγάπης. Πότε σταμάτησαν να ειναι ούτε που κατάλαβες . Δεν μπορείς πια να τους προστατεψεις, τους δίνεις την ευχή σου και λες ας προκόψουν. Αναστεναγμός, τα χέρια να κρέμονται και τα πόδια να σέρνονται στους μεγάλους δρόμους. Θέλω να δω μια άλλη προβολή καλύτερα, αυτή δεν τη διάλεξα. Μια για τη ζωή του Σινατρα και να μου δώσεις ένα χάδι που σήμερα ήταν Τσαγκαροδευτερα. Που ούτε αυτό το Σαββατοκύριακο θα τη κάνουμε με το δισάκι μας στον ώμο, που θα το αφήσουμε για άλλη φορά. Που ούτε αυτή τη βδομάδα οι φίλοι μας θα βρουν δουλειά. Που κάνουμε κάθε μέρα τις ίδιες διαδρομές, ανεβαίνουμε κατεβαίνουμε σκάλες, στοές, διαβάσεις και όλο χάνουμε το δρομολόγιο μας.
Θα θελα ιδανικά να έπεφτε στα χέρια μου πάλι «Ο άνεμος κουβάρι» αποψε και να πλανταζα πάλι στο κλάμα ,διαβάζοντας το, μπας και αδειασω λίγο. Καλή η άνοιξη και ο Νερούδα, αλλα, τι να λεμε, ακόμα και οι καουμποισσες μελαγχολουν.

Ω, Ιουλιέτα

Closer

Ήθελα μια από αυτές τις μέρες του Μάρτη, έτσι όπως πηγαίνω στη δουλειά μου, να πέσω πάνω στον έρωτα της ζωής μου. Να περπατάω ας πούμε στην Ομόνοια, να ανεβαίνω την Πανεπιστημίου και να την δω ξαφνικά μπροστά μου. Να ‘μαι εγώ ο Τζουντ Λο και να ‘ναι εκείνη η Νάταλι Πορτμαν στο Εξ επαφής. Να ‘ναι πρωί, 9:00 π.μ  ιδανικά, να φοράω ένα βαρετό κομψό γκρι κουστούμι και να κρατάω τον καινούριο μου μαύρο βαρύ χαρτοφύλακα. Να σκέφτομαι ότι πρέπει να ανανεώσω την πλειλιστ του κινητού μου και να αγοράσω καινούργια τάπερ. Να καταριέμαι τα επικυρωτικα μηχανήματα στο μετρό που πάντα κρασάρουν και πέφτουμε οι κουστουμαρισμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, σαν ντόμινο, σαν πλειμομπίλ, ίδιοι, μια εικόνα που προκαλεί γέλιο και βαριά ασήκωτη θλίψη. Εκείνη να έχει κόκκινα μαλλιά, πιασμένα κότσο στη κορυφή του κεφαλιού, να μοιάζει φρεσκοξυπνημένη και νυσταγμένη. Να περπατάει αργά. Το σώμα της να μου θυμίζει κατι απο ψάρι. Να φοράει φούτερ και από πάνω ένα ταμπα παλτό με ξεφτισμένες γούνες στον γιακά. Να έχει κατέβει από το σπίτι για να πάρει αποσμητικό στα Oggi, να σκέφτεται τι ωραίο σχέδιο που έχει το παλτό της μπροστινής και να σιγοτραγουδάει Πόλυ Πάνου ή Πάτσυ Κλάιν. Να ‘ναι σαν να βγήκε από ποίημα του Εγγονόπουλου.

Να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο .

Μια περαστική στα δεξιά μου να μου δώσει ένα τριαντάφυλλο από την ανθοδέσμη που κρατά για να της το δώσω και ένας περαστικός από τα δεξιά της να της δώσει κουλούρι Θεσσαλονίκης για να μου το περάσει στο χέρι.

Αυτό ήταν.

Έτσι θα έχω πέσει στον Θανατερο Έρωτα της ζωής μου. Αυτόν που υποστηρίζουν οι Ρομαντικοί. Αυτόν που θα στείλει το ποτάμι απ’τα βουνά  κάτω στη θάλασσα.

Θα μου πει ότι αγαπάει τα πολυακουσμένα σιντι στο αμάξι και θα της πω πως σιχαίνομαι τις γιαγιάδες που χαϊδεύουν τα εγγόνια τους στο κεφαλι σαν να ‘ναι κουτάβια. Θα της ζητήσω να γίνει το ρούχο μου και εκείνη, ολο χαρά, θα γίνει το λινό γαλάζιο μου πουκάμισο και το ψάθινο μου το καπέλο.
Εγώ θα γίνω η φέτα πορτοκάλι στη τεκίλα της και ο ήχος που κάνει ο πάγος στο ποτήρι της. Θα παρηγορούμε τους περιπτεράδες στις κακόφημες περιοχές και θα μοιρολογάμε τα κομμένα κλαδιά των δέντρων την ώρα που θα τα εναποθέτουν στους κάδους. Θα γελάμε με αυτούς που παίζουν μπιτς βόλει. Με εκείνους που δεν έχουν στον λόγο τους συνάφεια και ποιότητα. Με εκείνους που δεν πίνουν δηλητήρια και σιρόπια από φαντεζί μπουκάλια, με αυτούς που δεν είναι χειμερινοί κολυμβητές. Εμείς θα ‘μαστε μόνο χειμερινοί κολυμβητές και τα καλοκαίρια θα περνάμε τις ζεστές μέρες μαντάροντας κάλτσες. Στα καρναβάλια θα ντυνόμαστε αυτή Δον Κιχώτης και εγώ Σάντσο Πάντσα. Εγώ μια ζωή μαζι της θα παλεύω να βρω τις σωστές λέξεις και εκείνη μια ζωή μαζί μου θα τις τραβάει,  σαν με κλωστούλα,  μεσα απ’τα χείλη μου. Θα τις ψαρεύει. Οι λεξεις θα στάζουν, θα παγώνουν, θα λιώνουν και θα κομματιάζονται. Θα περάσουν λεπτά, μέρες και δευτερόλεπτα. Θα περάσουν χρόνια, δεκαετίες, αιώνες ολόκληροι, κατω απο το μπαλκονι της, έκπληκτος να παρακολουθώ εκείνες τις αμυγδαλιές του Μάρτη να εξακολουθούν να είναι ανθισμένες,  και το κορίτσι μου με ενα κλαδί στο χέρι, σαν να μου προσφέρει το δηλητήριο, πρωτοποριακή Ιουλιέτα, θα μου χορεύει τραγουδώντας :

Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα χει τα μάτια σου,       

τα μάτια σου, 

αγαπημένε  γιάπη.