Διαφημίσεις πριν την προβολή

Είναι μεσημέρι κι έχω ανοίξει ποίηση

οι υπηρεσίες συνεχίζουν κανονικά τη λειτουργία τους

αλλά είμαι σχεδόν σίγουρη πως ο κόσμος τελείωσε λίγο πριν ξυπνήσω το πρωί

έχω ανοίξει ποίηση για να μάθω

πρώτη σελίδα γράφει βάλε πλυντήριο στους εξήντα, συνεχίζεις με όποιον βγει στο ύψος του.

Έβαλα γυαλιά.

Δεν μου είπανε πόσο τρομακτικό είναι να βλέπεις τόσο καθαρά.

Δεν έχει χώρο για τα προσωπικά σου φίλτρα και τέλος πάντων κατεβαίνω

σε διαδήλωση

όλοι να ‘χουμε δικαίωμα στα μυωπικά δράματα

Η χειρότερη επαρχεία είναι αυτή που σου επιβάλλουν στο ίδιο σου το σπίτι

κάθε φορά που κλαις για λογαριασμό αλλουνού.

Από πέτρινες καρδιές ξέρω

πως πάντα καταφέρνουν να φορτώνονται

στα πιο συναισθηματικά τοπία.

Από διαδρομές ξέρω

πως όσο και να πας

πάντα θα νομίζεις πως ίσως υπήρχε κι ένα ακόμη βήμα που αν έκανες

θα ‘ταν ακόμη στη γλώσσα σας

το τραγούδι που πατάς πάντα επόμενο.

Processed with VSCO with c1 preset

το ίδιο περιστέρι συνήθιζε να κάθεται στο ίδιο φανάρι, πάνω από τη φωτεινή επιγραφή της μάρκας καφέ
που σέρβιρε το μαγαζί, κάθε βράδυ. κι εκείνη πέρασε όλο τον Αύγουστο να το παρακολουθεί, μέσα-έξω, μπύρες-κρασιά, αυτό εκεί ως το σχόλασμα. ένα ζευγάρι, τελειώματα καλοκαιριού, καθόταν στο πιο μακρινό τραπέζι, κωλόζεστη εκείνο το βράδυ, ο πεζόδρομος βρώμαγε από τις αποχετεύσεις, μίλαγαν για το περιστέρι, λέγανε ότι είναι εδώ έναν μήνα. είχε περάσει ένας μήνας, η εποχή άλλαζε, σκέφτηκε να του το γράψει τότε αυτό,
να του πει και για το ζευγάρι και για τη γλοιώδη υγρασία, να πει πως πίνανε τζιν τόνικ και λευκό κρασί  με πάγο.
σκέφτηκε πως σε αυτή την πόλη, οι δυο τους ήταν σίγουρα οι τελευταίοι άνθρωποι
που δεν σιχαίνονταν τα περιστέρια, αλλά σίγουρα σιχαίνονταν ο ένας τον άλλον, και με τέτοια κωλόζεστη,
οι γκραντέ κινήσεις ανακωχής έχουν τη γεύση του κοκτέιλ με έξτρα πάγο, δηλαδή αίσχος, πιο χάλια πεθαίνεις.

Processed with VSCO with m5 preset
  1. ο κόσμος δεν συγχωρεί

αυτούς που εξακολουθούν να καπνίζουν κι άρρωστοι.

2. το καλύτερο που μπορείς να κάνεις

είναι να μεταφέρεις την θλίψη σου

απο ‘δω κι απο ‘κει

να πάρει κι αυτή τον αέρα της.

3. θα βγούμε απο τα σπίτια μας κάποια στιγμή

θα ‘χουμε βγάλει καινούργια δόντια βρυκόλακα

και νύχια λύκου

αλλά τουλάχιστον θα χορεύουμε καιτούλα γαρμπή.

4. άμα όμως ρε παιδί μου δεν είσαι απο τους τυχερούς

μπαίνεις στο μετρό και νομίζεις

πως όλοι οι επιβάτες πάνε εκεί που θέλεις

αντί για ‘σένα

5. άμα είσαι από τους τυχερούς

κάποιος επιβάτης του μοιάζει

και είναι και πιο όμορφος απο αυτόν

κάνεις ανταλλαγή στα μουλωχτά και γειά σας.

6. γυαλιά ηλίου φοράμε όπως και να ΄χει

πώς αλλιώς θα μιλάγαμε για ταινίες που δεν αφορούν κανέναν

και θα τους ψαρώναμε κιόλας;

7. άντε να ανοίξει η εστίαση

να αρχίσουμε να σας ρίχνουμε γαμωσταυρίδια ξανά εμείς του σέρβις

να επανέλθει το ενεργειακό φορτίο του πλανήτη στα ίσα του.

Processed with VSCO with c1 preset

Που πάνε οι ημέρες όταν φεύγουν;

Πουπανεοιγειτονεςοτανφευγουν; Σε ποιών τα παράθυρα παρουσιάζουν το σόου της ζωής τους, όταν εγκαταλείπουν τα δικά μας; Ποιός τώρα τους κρυφοκοιτάει; Οι γείτονες, όπως και οι τόποι, γίνονται πιο πολύ δικοί μας όταν μας αφήνουν ή τους αφήνουμε. Μη σας πω όταν δεν τους έχουμε επισκεφτεί ποτέ, και τους μεν και τους δε.

Εκείνες τις μέρες τρεφόμουν κυρίως με σούπες, νουντλς και ρολά για να αποφύγω οποιοδήποτε πιθανό κουκούτσι λεμονιού στα σουβλάκια ή την σαλάτα μου. Λιωμένο αβοκάντο, φύκια μεταξωτές κορδέλες και ζουμερά αυγά. Όλα κυμαίνονταν μεταξύ αλήθειας και ψέματος, εκτός από τα άδεια ταξί που ανεβοκατέβαιναν το κέντρο και ήταν σίγουρα αληθινά. Τα δρομολόγια της σκουπιδιάρας που ήταν τακτικά και στην ώρα τους, και την πραγματικότητα πως οι ντελιβεράδες δεν κινδύνεψαν ποτέ να φάνε την μάσκα του αυτοκινήτου τους στην απότομη ανηφόρα της Βατάτζη.

Οι άνθρωποι είναι ακόμη ανασφαλείς από το προηγούμενο χιόνι. Βγαίνουν στον ήλιο με διπλά μπουφάν και σκουφιά στα κεφάλια τους. Ίσως δεν είναι ανασφαλείς, ίσως είναι απλώς φριχτά νοσταλγικοί. Σαν τους υαλοκαθαριστήρες κάποιων αυτοκινήτων που έχουν μείνει όρθιοι στα παρμπρίζ. Δεν προβλέπεται σύντομα χιονόπτωση, αλλά ποιος τους το λέει.

Εγω που είμαι καλή μόνο στο να γράφω γράμματα, γιατί από κοντά με πιάνουν τα κλάματα σε κάθε τύπου εξομολόγηση, δεν έχω άλλο παρά να παραιτηθώ. Ναι, φυσικά, κάνεις δεν πληρώνει για μια ιδιωτική βροχή στο διαμέρισμά του.

Θα ήθελα να έχω φροντίσει έτσι ώστε να λαμβάνω το τηλεοπτικό πρόγραμμα σε έντυπο κάθε εβδομάδα και να το μελετώ προσεχτικά. Λατρεύω τα έντυπα. Από την άλλη λυπάμαι πολύ για όσους έχουν βγάλει το ζάπινγκ από τη ζωή τους και δεν πιστεύουν στην αναπάντεχη τυχαιότητα που μπορεί να οδηγήσει στην προσωπική αποκάλυψη, ακόμη και μέσω της τηλεοπτικής παράνοιας.

Στιχομυθίες γραμμένες με μαρκαδόρο σε σημειωματάριο χωρίς γραμμές

  1. – δεν υπάρχει καλύτερο από το να στρίβεις έναν μπάφο πάνω στο αγαπημένο σου βιβλίο

-αρκεί να μη ξεχαστείς και βάλεις το χέρι στο μάτι.

2. – θα ήθελα να αρχίσω να γράφω για το τίποτα

– αν περιμένεις λίγο ακόμη, θα αρχίσω να στο δίνω.

3. – είχες αφήσει τα κλειδιά έξω από την πόρτα

– σαν να σε διώχνω με κάρτα αλλαγής

4. – έχω παγωμένα χέρια

– εντάξει τότε, γλείψε με

5. – ευαίσθητος, αλλά με δυνατό πνεύμα

– δηλαδή;

– δηλαδή καθαρίζει το σπίτι μόνο όταν πάω.

6. – από τα χέρια σου μέχρι την πόρτα

λουλούδια

λουλούδια

λουλούδια

μη με βάλεις να τα κόψω.

7. – για ζόμπι δεν είσαι πολύ κακός

– έχω εξασκηθεί στο περπάτημα με χάρη

8. – υπάρχει μια οικειότητα μεταξύ μας

– αυτή η γελοιότητα πως δικαιούμαστε να καταστρέψουμε ο ένας τον άλλο.

9. – όταν όλα αποτυγχάνουν

– τσιριμπιμ τσιριμπομ

10. – ήθελα να μην σε ήξερε κανείς

– ούτε έτσι θα με μάθαινες

Μέικ άπ αποθανούσας.

Χτες το βράδυ ονειρεύτηκα έναν σκύλο. Λέει του ζητούσα να τον υιοθετήσω κι εκείνος μου απαντούσε πως θα ερχόταν μαζί μου, αρκεί να του επέτρεπα να πηγαίνει, οπότε θελήσει, στο περίπτερο για τσιγάρα. Ζητούσα στον σκύλο να με μάθει να αγαπώ. Μάθε με να αγαπώ και να φεύγω.

Στα μπαλκόνια της γειτονιάς τρία σκυλιά ουρλιάζουν κάθε βράδυ το ‘να στ’άλλο. Μια από αυτές τις νύχτες θα τα συντροφεύσω κι εγώ στην τελετή. Θα κάνω την κίνηση και θα ανοίξω το παράθυρο του δρόμου: Μάθετε με να αγαπώ και να μην χρειάζεται να φεύγω.

Εδώ και τέσσερις μέρες, κάθε λίγο και λιγάκι παθαίνω έμφραγμα. Αρχίζει με ένα γαργαλητό στην αριστερή πλευρά, που μετά γίνεται σφίξιμο, και πιέζω το στήθος μου για να το κάνω να σταματήσει. Όταν σταματάει το σφίξιμο, λέω πως θα κόψω το κάπνισμα. Λέω πως πεθαίνω να ανοίξω την πόρτα και να φύγω χωρίς πολλά πολλά, γιατί είναι σφίξιμο αυτό που το κουβαλάς. Λέω πως μάλλον πέθανα και δεν το ‘χω καταλάβει. Κατεβαίνω στο περίπτερο και παίρνω τσιγάρα εγκυμοσύνης. Παίρνω και αναπτήρα ροζ. Έχω μάθει να πεθαίνω και να σηκώνομαι στα αζήτητα, φρεσκοβαμμένη. Ο περιπτεράς προτείνει: μάθε να πεθαίνεις μια και καλή, αλλιώς είναι βαρετό να σου πουλάω τσιγάρα.

Μετά τα τσιγάρα φέρνω βόλτες τη γειτονιά. Αυτό το κάναμε στο χωριό. Το προσάρμοσα κι εδώ. Θέλω να στείλω γράμμα στον Τζέισον. Όχι, καλύτερα μήνυμα. Τζέισον λυπάμαι, αλλά δεν μπορώ να σε δω απόψε. Ούτε και μπορώ να φύγω μαζί σου. Νιώθω ένα φτερούγισμα στα ρουθούνια μου και έναν ψίθυρο στο δεξί αυτί. Τζέισον λυπάμαι πολύ, κυρίως για μένα, λυπάμαι, που θα μείνω για πάντα μόνη, μα δεν μπορείς να με μάθεις να αγαπώ.

Μετράω όλα τα μπλε αμάξια που βλέπω παρκαρισμένα. Ατος. Μίκρα. Γιάρις. Πάντα. Ένα σου μοιάζει κάπως παραπάνω. Μου ανάβει τα φώτα και με ακινητοποιεί. Σήμερα έχει ήλιο κι έχω σκάσει πάνω κάτω. Όταν φοράς γυαλιά δεν σε αναγνωρίζω. Ξεχνάω να γυρίσω το βλέμμα στον δρόμο, καμιά φορά, και με παρασέρνει το φορτηγό μεταφορών, που έχει ήδη πάρει τη στροφή. Το φλας, όταν σε αγκαλιάζει ακούγεται σαν καρδιά. Ήθελα να σου πω κάτι που σκέφτηκα σήμερα, μοιάζεις πολύ με τον Γκοντάρ, δεν ξέρω αν στο χουν ξαναπεί αυτό, σου λέω: παρακαλώ μάθε με να εξαφανίζομαι, αφού ούτε εσύ ξέρεις να αγαπάς.

πιατάκια, φλυτζανάκια και τασάκια.

Μαύρο τσάι σταλμένο από τη μάνα μαζί με δισέλιδο γράμμα° για να προσπαθήσουμε να πιάσουμε από μιαν άκρη του εαυτού μας και να τη ξηλώσουμε σαν ύφασμα, για ακόμη μια φορά, απ’την αρχή. Από δεξιότητες μετράω πιο πολύ αυτές: που μπορώ να κρατάω το φλυτζάνι με χέρια που δεν τρέμουν και που δεν τολμώ να πω λέξεις όπως αντίο. Χίλιες ευκαιρίες να σου δώσουνε, εσύ θα είσαι πάντα αυτή που σου αρνήθηκαν. Γιατί; Περπατάς στον δρόμο, επιταχύνεις, σκοντάφτεις, συνεχίζεις πιο συντηρητικά, ξεχνάς πως λειτουργούν τα πόδια σου, έμαθες ποτέ να περπατάς πραγματικά ή είσαι ακόμη στην κούνια; Περνάς το φανάρι με κόκκινο για να καταλάβεις, δεν παθαίνεις τίποτα, συνεχίζεις τρέχοντας μέχρι να σου κοπεί η ανάσα, είσαι αυτή η ευκαιρία που δεν σου δώσανε. Ποιοί μας αγαπάνε; Κλειστό το μαγαζί της αγάπης. Τυλίγομαι με τη κουβέρτα για να θωρακιστώ από το βάρος της επιλογής του άλλου και δεν πιάνει, όσα ξόρκια και να πω. Καταλήγω βραχνιασμένη και ημιλιπόθυμη απ’την κούραση. Θα χρειαστούν ακόμη δεκάδες σελίδες από γράμματα και εκατοντάδες χάδια από αγαπημένα χέρια. Θα χρειαστεί να δέσω και να λύσω το στομάχι μου, όπως τόσο επιδέξια ξέρω να κάνω, να αφοπλίσω τον καθρέφτη, με τη ψυχραιμία που απαιτεί μια βόμβα που πρόκειται να με τινάξει στον αέρα. Σαν να γράφω λίστα για το σουπερμάρκετ, πάλι από την αρχή, θα απαριθμήσω ζωτικά όργανα και κόκαλα, να δω αν τα ’χω όλα ή αν κάτι λείπει. Κι αν δεν λείπει τι έφταιξε αυτή τη φορά; Κι ύστερα η λίστα θα γίνει κάπως πιο επίπονη, θα καίει σαν να γράφω τα ονόματα αυτών που έχουν φύγει. Και φυσικά, καμία άκρη δεν θα βγει, καμία τέτοια ικανότητα δεν έχω να στηριχτώ πάνω της, κανένα ταλέντο να μπαίνω μες στα πράγματα και να βγαίνω όποτε θέλω από αυτά με το χτένισμα και το μακιγιάζ αψεγάδιαστο. Ακολουθούν σαμπουάν κι αφρόλουτρα, πιατάκια, φλυτζάνια και τασάκια, μέρες αργίας, ρίγη μέσα στα καυτά νερά, επικριτικές στοίβες από άπλυτα πιάτα, χαϊδεμένα πεζοδρόμια και δρόμοι που σε πετάνε εκτός, γιατί στον άλλο ανήκουν καλύτερα. Κλειστό το μαγαζί της αγάπης.

Σου λέω: εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω να αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.

*Θ.Γκόρπας, Ποιοί μας αγαπάνε;

Όπως γυρνούσα συνάντησα ένα αμάξι

κι έναν σκύλο.

Δύο δρόμους πριν το σπίτι σκονταψα ανεβαίνοντας στο πεζοδρόμιο.

Εσύ όλο το καλοκαίρι μακριά

εμείς εδώ κρατούσαμε

ο ένας το χέρι του άλλου

πριν τον ύπνο.

Ήθελα κάποιος να είχε σηκώσει

το τηλέφωνο για να κλάψω.

Δεν το σήκωσε κάνεις.

Με ρουφηξε ο καναπές

κι η ελιά στο δεξί σου πόδι

ή ίσως στο αριστερό.

Δεν θα το μάθουμε.

Ασύνηθες.

ξύπνια εγώ μόνο. κοιτάζω εδώ και ώρα, ερευνητικά, το φωτιστικό οροφής πάνω απο το κρεβάτι του. πολύχρωμο κι αισιόδοξο ξεγελάει για σπηλιά νυχτερίδας. η νυχτερίδα δεν έχει ξεπροβάλει ακόμη και ανησυχώ. κρύβεται μήπως; το κάνει αυτό καμιά φορά και μου σφάζει την καρδιά με την ξαφνική της εμφάνιση σε χρόνο ανύποπτο. μπορεί να κρύβεται καλά καλά πάλι, έτσι που να νομίσω οτι έχει φύγει. να βγεί έπειτα, λες και επίτηδες, να κάνει είσοδο, με όλους τους προβολείς επάνω της, με τα βελούδινα μαύρα της φτερά, για να μου ανακοινώσει πως πάλι στη προχειράτζα τη βγάλαμε, τσαπατσούλικα και χλιαρά. και έτσι θέλω να ‘μαι έτοιμη για κείνη, έτοιμη να της ξινίσω τα μούτρα και να της πω πως καθόλου δεν με νοιάζει, να της πω γούστο μου καπέλο μου, κοπελιά, τη δουλειά σου εσύ. περιμένω ξαπλωμένη. το φως του δωματίου είναι τόσο χρυσαφένιο και γλυκό που δεν πιστεύω πως θα μπορούσε να του κρυφτεί. δεν θέλω να κοιτάξω ρολόι, μη τυχόν και το φως το σκάσει με μιάς απο το κάδρο, μη τυχόν και μπουκάρει ο χρόνος επιθετικός. Το φως γνέφει δύση. το μπουκέτο με τα λουλούδια είναι απο το βράδυ πάνω στη συρταριέρα. ανησυχώ μη μαραθούν. να σηκωθώ να τα βάλω στο νερό; κι αν γυρνώντας βρω εκείνη να πετά χαμηλά, στη θέση μου, δίπλα απο το κεφάλι του, δεν θα το αντέξω. δεν θα εγκαταλείψω, λοιπόν, τη λακκούβα που έσκαβα όλο το βράδυ μπας και φτιάξω μια θέση πλάι του. περιμένω. φαντάζομαι τη γεύση που μπορεί να έχει ο καφές που φτιάχνει τα πρωινά και φαντάζομαι, έτσι όπως παρατηρώ τα χείλη του, το σχήμα που θα παίρνουν αγγίζοντας την κούπα στη πρώτη γουλιά. αναρωτιέμαι αν εχει ποτέ πέσει μέσα στον καφέ του κάποια τρίχα απο τα φρύδια του, έτσι όπως τρίβει το πρόσωπό του, ή μήπως κάποια βλεφαρίδα απο τα ματάκια του. υπέροχος, όπως όλα αυτή τη μέρα, κοιμησμένος. σπινθυρίζω, βγάζω φλόγες, λέω στην άλλη πως δεν τη τρέμω πια, έχω τα βλέφαρά του. και την ανάσα του στο μάγουλό μου και είναι ατάραχη και ζεστή και με καθηλώνει όπως ο τρόμος, αλλά απο την άλλη μπάντα, την δική μου. και δεν τη φοβάμαι, πετάω το πάπλωμα και στέκομαι στα πόδια μου. και πάω να του φτιάξω τα λουλούδια του και είμαι γενναία και αφήνω πίσω τη μεριά μου ζεστή, υποτονική ίσως, και εκτεθειμένη, μα δική μου σίγουρα. και εισέρχομαι στο σκοτεινό και ψυχρό χώρο της κουζίνας, πατινάροντας στα παγωμένα πλακάκια. πρέπει να τεντωθώ, να φτάσω για τη βρύση και για το βάζο, να κάνω όσο πιο γρηγορα μπορώ. μα παρά την αξιόλογη βιασύνη μου, ανακαλύπτω, επιστρέφοντας, με καταϊδρωμένες παλάμες, πως πια το δωμάτιο έχει στο σκοτάδι βυθιστεί και μου κόβονται τα πόδια με τη σκέψη πως αυτή είναι, όπως πάντα, αλάνθαστη και στρογγυλοκάθεται κάπου εκεί στα άδεια σεντονάκια αντι εμού. και τότε ο πεντάμορφος πατάει τον διακόπτη και το φωτιστικό πάνω απο το κρεβάτι του αστραποβολά, κάνει εναν ήχο σαν χειροβομβίδα που της βγάλαν την περονη, και πάει η νυχτερίδα μας, εξαϋλώνεται στην ηλεκτρική ενέργεια. και καθώς αυτός, ως άλλη πηγή φωτός, φυσική, τρίβει τα μάτια του και με προσκαλεί για μια κούπα καφέ, δεκάρα δεν δίνω που δεν είναι πρωινός όπως τον ονειρευόμουν, αλλά απογευματινός, και πριν την αποχώρηση απο το δωμάτιο, ψάχνω εγω τώρα την νυχτερίδα, μήπως και δώσει σαφή σοφή απάντηση και μάθω:

αγαπηθήκαμε αλήθεια αυτή τη φορά ;

*Απάντηση στο κείμενο της Παυλίνας Μάρβιν Το σύνηθες, εκδ. Κίχλη.

Μεγάλη η Χάρη της.

Άνοιξες την ντουλάπα να βάλεις τα πλυμένα,

πετάχτηκαν από μέσα σχέδια παρδαλά

και χρώματα αναρίθμητα

λύσαξα:

Όχι ρε πούστη, να τον ερωτευτώ για την γκαρνταρόμπα του.

2. Κλείσανε οι κάβες.

Αυτό που ‘χαμε για πιο κοντινό στις κάβλες

ξεδιάντροπα κατέβασε ρολά.

3. Μου γεμίζει το ποτήρι.

Το κατεβάζω μονοκοπανιά.

Με ρωτάει πως μου φαίνονται οι μουσικές του επιλογές.

«Είσαι ο καλύτερος», του λέω ,

και δεν έχω ακούσει ούτε ένα κομμάτι τόση ώρα.

Σωστή με το στανιό.

4. «Απαγορεύονται τα πανηγύρια»,

ανακοίνωσαν στα δελτία

κι εκατοντάδες προβατίνες βέλαξαν από ανακούφιση.

5. Από διακριτικότητα

το καλύτερο που μπόρεσα

ήταν να κοιμάμαι στα πόδια σου.

6. «Τελικά νομίζω πως τα χύσια και τα σάλια δεν διαφέρουν πολύ.» ,

σκέφτηκα να σου πω, όπως άνοιγες τα παντζούρια βιαστικός,

αλλά αντί γι’αυτό έσκυψα να πιάσω κάτω απ’το κρεβάτι

το πεταμένο απ’τα χτες εσώρουχο.

7. Κλάμα απ’το πρωί

κι ακόμη τόσο σ’αγαπώ που κρεμάω χαρτάκι

“Caution wet floor”

να μην γλυστρήσεις.

8. Η γλώσσα σου λες κι είναι βουτηγμένη απόψε στα ποτά που πίνω.

9. Φεύγοντας ξέχασα να σε ρωτήσω το κουδούνι σου

και μ ‘έπιασε τέτοια απελπισία

που άμα θα μου ‘ρθει δεν θα ξέρω

να σου χτυπήσω.

10. Μου φάνηκε κάπως γυναικείο

το κορμάκι σου

όπως το κοίταζα

καλά – καλά,

είναι και της Παναγιάς απόψε,

μεγάλη η χάρη της.

11. Το ‘να μάγουλο μου

το ‘γλειφε ο τοίχος

τ’ άλλο εσύ,

θεϊκός που ‘ναι ο θάνατος στις συμπληγάδες.