Επίκληση στο ασανσέρ

Τα πρωινά στα γύρω μπαλκόνια εμφανίζονται διαφόρων ειδών πουλιά, απλώς χρειάζεται να σηκωθείς πολύ νωρίς για να τα προλάβεις. Με το που αρχίζει η κίνηση στον δρόμο τα πουλιά εξαφανίζονται και εμείς συνεχίζουμε τον δεύτερο καφέ μέσα. Ο κάκτος της απέναντι έβγαλε το λουλούδι της χρονιάς και φέτος είναι το τέταρτο που πετυχαίνω. Ο δικός μας εδώ άνθισε τέλος Ιουλίου και ήταν η πρώτη φορά μέσα στα δέκα αυτά χρόνια που έτυχε να γίνουμε μάρτυρες. Όσοι μείναμε εδώ φετός το καλοκαίρι φτιάξαμε μια σέχτα που την ενώνει μάλλον το τραύμα της επιβίωσης Αύγουστο μήνα στην Αθήνα. Χρειάστηκε να κρατήσουμε χεράκια πολλές φορές, να ακουμπήσουμε κεφάλια σε ώμους, να πιούμε διάφορα πράγματα και κάποιες φορές να τραγουδήσουμε υστερικά στον δρόμο για το μπλού νόουτ. Τώρα όταν συναντιόμαστε δεν τα πολυκουβεντιάζουμε όλα αυτά, φήμες λένε πως έχουμε κολλήσει στον Ιούνιο και πως οι αλλαγές του καιρού είναι απλώς γελοίες πατέντες του μάτριξ. Ανεβαίνουμε ακόμη στην ταράτσα και τσεκάρουμε τα πιο ψηλά κτήρια της πόλης, τσακωνόμαστε ποιό να είναι ποιό. Κατεβαίνουμε με προσοχή την σκάλα κινδύνου, με προσοχή επίσης την ανεβαίνουμε. Κάτι ξεχασμένες καρέκλες έχουν εξαφανιστεί πια, τα πόδια μας έχουν ασπρίσει ξανά, η πίσω φωνούλα φωνάζει πήδα, η γάτα δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον πια για το έξω. Πάνω που πάμε και μεις να κλείσουμε μπαλκονόπορτες και στόρια, να κατοικήσουμε αιωνία η μνήμη μέσα στις πτυχές του παπλώματος κάποια τύχη πονηρή όλο γυρνάει με το μέρος μας ή ευτυχώς (;) δεν μας εγκαταλείπει ποτέ η παιδική θέση: στη μεγάλη βαρεμάρα θα ανακαλύψουμε ένα καινούργιο δράμα, γυαλιστερό και από το κουτί του, φρέσκο και πανέτοιμο να μας ξεσκίσει.
Δευτέρες με αδιάβροχα, τρια διαφορετικά σουπερμάρκετ για να βρεις χόρτα, το ανθοπωλείο δεν πουλάει βασιλικούς, αλλά η λαική σου πέφτει δύσκολη τα Σάββατα μετά τα ξενύχτια της Παρασκευής. Οι Σαββατάνθρωποι έτσι κι αλλιώς σου πέφτουν δύσκολοι. Η μπάρα γεμάτη με την οικογένεια, η Τρικούπη άδεια απο τις εννέα, το τάουνμέιντ της Δήμητρας θέλει αναρτήσεις και βογκάει στις λακκούβες, το κράνος με δέκα ευρώ απο το βίντιντ, τα ρολά όταν κατεβαίνουν ξυπνούν τους κουρασμένους, το ασανσερ ακόμη στα πέρα μέρη, οπότε έξι όροφοι με σπαστό ποτό στο χέρι και πονεμένα πόδια σημαίνει δυο στάσεις στον τέταρτο και στον πέμπτο. Όποιος μαγειρεύει ψάρια το ξέρουμε, όποιος έχει αμφιβολλίες πάλι το ξέρουμε. Πιστεύω πάντα πως οι τελευταίοι που γυρνούν σπίτι ξέρουν όλα τα όνειρα των γειτόνων. Οι τελευταίοι που ανεβαίνουν παίρνονται στα κοινόχρηστα ντουβάρια κάποιου ορόφου και μπαίνουν στα όνειρα των υπολοίπων, απλά στην προκειμένη έχουμε κόψει το ασανσερ και έχουμε σεξουαλικοποιήσει τις σκάλες. γουάι νοτ;
Ένα γραπτό απόδειξη λατρείας για τους ανθρώπους που θυμούνται να μας ανάψουν τα φώτα πριν νυχτώσει και μας βρει αναπάντεχα της νύχτας το μετέωρο, που μας ξυπνούν για τη δουλειά και τρώνε όλη τη γκρίνια. Απόλυτη ευγνωμοσύνη για αυτούς που μας σκεπάζουν το βράδυ και μας φτιάχνουν τοστάκια, για αυτούς που μας πετάνε τα σκουπίδια, που ανεβαίνουν το βουνό για να μας συναντήσουν, που μας κατεβάζουν με το ζόρι, που περιμένουν να σχολάσουμε, που ρωτάνε αν θέλουμε καφέ τώρα που γυρνάει, που απλώνουν τα πλυντήριά μας με ευλάβεια και κάνουν σιδεροάπλωμα.
Ραβασάκια, Σημειώματα και γράμματα, γιατί πολλές φορές δεν μπορούμε να μιλήσουμε, όπως άλλες δεν μπορούμε να γράψουμε, εξάλλου, μπορεί να ζούμε σε σπίτια χωρίς τραπεζομάντηλα, αλλά σίγουρα έχουμε χαρτιά και δεν ξεχνάμε ακόμη και όταν φεύγουμε.
Ένα σπίτι που αν και έχουν αρχίσει να εκλείπουν τα σημάδια παρουσίας των προηγούμενων ενοίκων του κρατάω ακόμη στη μνήμη τα παλιά σημειώματα στους τοίχους, τα σερβίτσια με πιάτα που έχουν αλλάξει αμέτρητες φορές έως τώρα και φυσικά τον χαρακτηριστικό ήχο που έκανε το ασανσέρ όταν έφτανε στον όροφο μου, που μερικές φορές ακόμη έχω την αίσθηση οτι θα τον ακούσω ξανά.
Η γλάστρα στο μπαλκόνι που είναι πιο παλιά και από τη γάτα και που πιστευώ πως αν ποτέ πεθάνει το σπίτι θα καταρρεύσει, τα σύρματα στον ακάλυπτο που καίγονται απο την βροχή και τον ήλιο και το ψυγείο που μούγκριζε μαζί μας για χρόνια μέχρι που το αλλάξαμε. Οι τελευταίοι κάτοικοι της Βίλας πετυχαίνουν το κτήριο σε αλλαγή εποχής, αρχίζουν να βγάζουν τις στρώσεις ρούχων που φοράνε πριν την ανάβαση στον όροφό τους και πιάνουν τα βογκητά. Πατάνε τον διακόπτη για το φως ανα δύο ορόφους και κοντοστέκονται στις εξώπορτες να πάρουν ανάσα. Όταν γυρνάνε μαζί η απόσταση μικραίνει και όταν γυρνάνε μόνοι αναστενάζουν ένα τσακ περισσότερο. Θα προλάβουν να δουν το νέο ασανσέρ πριν μετακομίσουν στην μόνιμη κατοικία τους και εγκαταλείψουν αυτο εδώ το διαμέρισμα που δεν είναι τίποτα άλλο από το the house of the rising sun. Θα προλάβουν να πουν αμην, παναγιά μου, ενώ δεν θα είναι ικανοποιημένοι με το νέο αποτέλεσμα, αλλά κι αυτό σύντομα θα ξεχαστεί όπως όλα τα υπόλοιπα, όπως οι εραστές που εξιτάρονταν από το προηγούμενο ξύλινο θάλαμο, όπως τα εσώψυχα μας που ήταν μισοχαραγμένα στις πόρτες και δεν τα κατάλαβε κανείς, όπως το καλοκαίρι που πέρασε και όσο και να επιμένει να δίνει παρόν θα φύγει κι αυτό για να μπούμε σε λίγο στην εποχή του τοξότη και στην καινούργια ηλικία και τότε ξανά αλίμονο σε αυτούς που δεν αγαπάνε σαν Μητροπάνος.

Πέντε ποιήματα οργής απ’την μπανιέρα.

Όλοι εσείς που περιμένουμε

να συναντήσουμε το ξημέρωμα

όταν σχολάμε από τη βάρδια και

σας έχει πάρει ο ύπνος

παίρνετε πίσω το άστρο της ημέρας μας

και το βαφτίζετε κακομοιριά.

*********

Όταν δεν πιάνουν τα χάπια

και το αλκοόλ είναι πασέ

όταν τα τσιγάρα καταπίνονται αμάσητα

και η μέσα διαρρύθμιση δεν λέει να

βάλει μπρος το πυροσβεστικό σύστημα

ευτυχώς αρχίζει να ψιθυρίζει μια φωνούλα

σιγανά και γλυκά στον λαιμό ανεβαίνει

φέρνει ένα αμυδρό γελάκι

βγαίνει κάπως σαν λόξιγκας:

κι αν αύριο τους γαμήσουμε εμείς;

********

Δεν υπάρχει καλός και κακός

αλλά κάθε φορά που κάποιος τονίζει

πόσο καλό παιδί είμαι

ανεβαίνει μια αναγούλα

με λέξεις που με φτάσανε ως εκεί

και χτυπιέμαι να ‘χα βγει μαλάκω.

********

Φροντίζω πάντα τα μαξιλάρια των αγαπημένων μου

να είναι καθαρά

σαν να τους παρακαλάω πως μαζί μου ήταν πάντοτε ο ύπνος

ύστερα πάνε σε μέρη που μου απαγορεύεται η είσοδος

μπορεί να είμαι και μαλάκω τελικά

πάντα ανυπομονώ να ξυπνήσουν.

**********

Κρέμομαι από την οθόνη

για το γαμημενο το γλυκόλογο

που όταν έρχεται μυρίζει ψοφίμι

και στεφάνι λίγο πριν πέσουν

βαριά τα μάρμαρα.

οι σημαδούρες στην παραλία δημιουργούν έναν διάδρομο για να βουτήξεις σαν να κάνεις πασαρέλα, οι λιμενομπατσοι κάνουν έλεγχο στον ναυαγοσώστη από πίσω μας. Τον ρωτάνε για τη μηχανή και για το καρτελάκι του.Η μηχανή τσιρίζει ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙ ΚΟΥΜΠΙ ΠΑΤΗΣΤΕ ΤΟ ΠΟΡΤΟΚΆΛΙ ΚΟΥΜΠΙ. Νιώθω σαν να έχει μπει έλεγχος για τσιγάρο στο μαγαζί και πρέπει να τους πω πίπες. Του λένε πως είναι εδώ για ο,τι χρειαστεί. Αυτός είναι εντελώς ναυαγοσώστης, ξανθά μπουκλάκια, μαυρισμένος, τατού στη γάμπα. Άμα δεν παραπέμπεις στο Μπέιγουοτς δεν σε αφήνουν να κάνεις αυτή τη δουλειά ή μάλλον δεν το επιτρέπεις εσύ στον εαυτό σου. Φέτος δεν πήρα μαζί την γραμμή του ορίζοντος, γιατί αισθανόμουν ότι δεν χρειαζόταν να διαβάσω τις σκέψεις της Ρέας Φρατζή, τις είχα ήδη και ας απέχουμε κατά πολύ η μία από την άλλη, μας αρέσει να έχουμε απόψεις για τον ξανθό κόσμο. Γενικά είμαι της άποψης ότι δεν φτάνει ένα δεκαήμερο σε κάποιο νησί του Αιγαίου για να πιάσεις τον εαυτό σου και να τον ανασυντάξεις, να βρεις όλες εκείνες τις πτυχές που δεν σου βγάζουν νόημα και να τις τοποθετήσεις κάπου πιο πρακτικά. Από την άλλη πιστεύω ότι κάτι τέτοιο μπορεί και να συμβεί μέσα σε μια στιγμή αν είσαι από τους τυχερούς. Μπορεί να περπατήσεις πάνω σε ένα βράχο να βγεις από την άλλη του πλευρά και ξαφνικά να νιώσεις πως όλα πάνε όπως πρέπει. Ίσως αυτό όμως να χρειάζεται μια επιμονή και μια συνέπεια που δεν με χαρακτηρίζει αυτή τη στιγμή. Κυρίως ορεγομαι σπασμωδικές δραματικές κινήσεις με νοητική αφετηρία πως θα αλλάξουν την αφήγηση ξαφνικά και θα βρεθώ στην επόμενη σελίδα, αλλά τελικά βρίσκομαι ξανά και ξανα στην ίδια. Δεν τελειώνει το μυθιστόρημα και δεν πάει πάρα κάτω η πλοκή όσο πληθωρική και να γίνει η ηρωίδα, αυτό είναι ένα πρόβλημα.

Αυτό το δεκαήμερο στο νησί που παρ’όλο που έχεις άδεια και δεν δουλεύεις η ίδια εξακολουθείς να σιχαίνεσαι όλους τους υπόλοιπους που δεν δουλεύουν. Κάθονται δίπλα σου ή περνάν πολύ κοντά σχεδόν ξυστά σου -κάτι που βρίσκω τραγικά ενοχλητικό, ακόμη κι όταν κάποιον τον γουστάρω δεν θέλω να με ακουμπήσει περνώντας- ρωτάνε αν το μαγαζί κάνει κοτομπουκιές, απλώνουν τα τσιμπραγκαλα τους παντού, πετάνε ψίχουλα στα μπούτια σου, λένε ΜΗΠΩΣ ΝΑ ΕΡΘΩ ΓΙΑ ΣΕΖΟΝ ΦΕΤΟΣ ΓΑΜΑΤΗ ΦΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΕΔΩ ΕΧΩ ΚΑΙ ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΘΑ ΕΧΩ ΚΑΙ ΦΑΓΗΤΟ. Οι τουρίστες με τα φωτογενή μωρά τους που είναι σαν να πρωταγωνιστούν σε αυτά τα παζλ που έκανε αυτός ο διάσημος φωτογράφος και ήταν ανάρπαστα όταν ήμουν εγώ παιδί. Τα δικά μας θα βγουν από  την μήτρα και θα φωνάζουν υστερικά ΓΙΑΤΙ; Οι φίλοι μας που δουλεύουν έχουν αλαρμ στο δεκάλεπτο να πετάνε και από μια χριστοπαναγία και γενικώς είναι ένα σάουντρακ που προτιμώ. Οι υπόλοιποι έχουν αλαρμ να λένε ανά πέντε λεπτά τι ωραία τι ωραία τι ωραία που είναι εδώ. Εγώ θέλω απλά να πιω μια μπύρα χωρίς να βλέπω άτομο με τρίτου βαθμού έγκαυμα να χαϊδεύει τα διακοσμητικά μακραμε που κρέμονται σαν να ναι στοιχείο πολιτισμικής κληρονομιάς ενός αρχαίου πολιτισμού που μοιράζει καλοτυχία και γονιμότητα. Δεν είναι ότι δεν ήξερα ότι θα ερχόμουν αυγουστιατικο διακοπές στις θεϊκές μας Κυκλάδες και έχω πέσει από τα σύννεφα, κάπως νιώθω ότι έχει αρχίσει να βγαίνει από το δέρμα μου ένας συσσωρευμένος θυμός που περίμενε πως και πως τα κατάλληλα οπτικά ερεθίσματα για να βγει παγανιά.

Στο μπαλκόνι είμαστε πάνω από ένα άλλο μπαλκόνι, βασικά από μια αυλή είμαστε. Η Δήμητρα είναι στη δίπλα καρέκλα και τρώει ένα πιτόγυρο. Λίγες πατάτες στο εσωτερικό. Το σχολιάσαμε πριν. Το ρολόι της εκκλησίας χτύπησε όταν πήγε οχτώ. Μάλλον χτύπησε οχτώ φορές, νομίζω δηλαδή, αλλά σκεφτόμουν εκείνη την ώρα αν ακούς το ρολόι εσύ ακόμη όταν χτυπάει ή αν το έχεις συνηθίσει και το αγνοείς. Έτσι δεν άκουσα πόσες φορές χτύπησε στ’αλήθεια. Έχω πολλών ειδών απορίες που δεν είχα την προηγούμενη φορά για αυτό το μέρος, αλλά καμία δύναμη να τις συντάξω και να τις απευθύνω. Κυρίως μια ανάγκη να σε τοποθετήσω τοπικά κάπου, σε κάποια πλευρά του χωριού με κάποια συγκεκριμένη θέα, με ένα συγκεκριμένο κρεβάτι, με ένα συγκεκριμένο τρόπο να σηκώνεσαι το πρωί από αυτό. Η Δήμητρα μου δείχνει ένα βίντεο που έχει τραβήξει με εμένα και όσο μου το δείχνει εγώ κάνω φοκους στην μαξιλάρα δίπλα μου κι όχι στη φάτσα μου στην πραγματικότητα, κάτι θα είχε να πει σίγουρα γι’αυτό η ψυχολόγα μου, αλλά ευτυχώς είναι διακοπές και θα με ξαναφάει στη μαπα από Σεπτέμβρη. Ο από κάτω πλένει την αυλή με το λάστιχο. Η Δήμητρα λέει ότι μάλλον έχει πάθει κάποιο εγκεφαλικό λόγω του τρόπου ομιλίας και της άρθρωσης του λόγου του. Παραλίγο να τον κράξω πριν το πει γιατί μου φαινόταν ότι έκανε σπατάλη νερού τόση ώρα με το λάστιχο. Δεν θα το έλεγα σε αυτόν βασικά, θα το έλεγα όμως στη Δήμητρα και τελικά δεν το είπα. Κάπου απέναντι κάθεται ένας τύπος που φαίνεται να ταλαντεύεται μέσα από το παράθυρο σαν να κάθεται σε αιώρα και αναρωτιέμαι αν την άκουσα εγώ και τον βλέπω να κουνιέται η αν όντως κουνιέται. Ή αν κουνιέμαι εγώ νευρικά όπως συνηθίζω και δεν το καταλαβαίνω όταν το κάνω, μέχρι να έρθει κάποιος και να το επισημάνει και να ντραπώ. Συνήθως υπάρχει κάποιος που το επισημαίνει αυτό. Από παραδίπλα κάποια τραγουδάει το εσυ είσαι πρόσωπο δικό μου και ανακουφίζομαι γιατί το τραγουδούσα στην παραλία και άρα το παίρνω ως κάποιου είδους συμφωνίας ή επιδεικτικής κατάφασης για την συνέχεια της πλοκής. Και βασικά έτσι με βολεύει οπότε:Είσαι πρόσωπο δικό μου,ναι, υπάρχει έγκριση. Θύμωσα με την ταμεία του σουπερμάρκετ γιατί μου υπεδείκνυε πως να βάζω τα πράγματα στη σακούλα και μου τα έπαιρνε από τα χέρια. Βγήκα έξω έξαλλη. Με ένα είδος θυμού που πάντα με παρακινεί όμως στη ζωή. Βγήκα έξω και ήθελα φυσικά να την έχω χαστουκίσει, ήθελα να πάω να φάω κάτι θυμωμένα, να περπατήσω πιο γρήγορα, να κάνω σεξ, να παραιτηθώ, να μην ξανακλείσω το στόμα μου ή να μην το ξανανοίξω. Ήθελα να έχω ανέβει στην απέναντι ταράτσα να έχω μαζέψει τα απλωμένα, να κάτσω στην πλατεία μόνη και να πιω μέχρι ξεφτίλας. Θα ήθελα να μπορούσα να επικοινωνήσω τα πάντα αλλά να μην ήθελα να επικοινωνήσω τίποτα. Ήθελα να τα κάνω όλα λάθος να γυρίσω το τραπέζι ανάποδα γεμάτο, να χύσω το τασάκι στο πάτωμα. Ήθελα να κάνω κάτι δραματικό και να πονέσουμε όλοι. Να δούμε απευθείας ποιός μπορεί όταν τα θέλω όλα. Ποιός μπορεί άμα γυρίσω πίσω και χαστουκίσω την ταμεία του σούπερ μάρκετ.

Όταν περπατώ για κάπου νιώθω πως θα είναι αποκαλυπτικά όταν τελικά φτάσω. Παίζω αυτό το παιχνίδι συχνά: της μοιραίας τυχαιότητας. Όπου συμβαίνει μετακίνηση το βιώνω πατριωτικά, πιστεύω πως όντως κάτι περιμένει την άφιξη μου κάπου, απλώς δεν ξέρω ακόμη τι είναι. Όπου συμβαίνει μετακίνηση τα πράγματα παίρνουν κάποια πορεία, υπάρχει ροή. Πηγαίνω μόνη, επιστρέφω μόνη. Δίπλα και κάτω περνάνε γρήγορα σαύρες και φεύγουν.

κάτι θα ‘χε μείνει και για ‘σενα να προσποιηθείς πως πρώτη φορά επιχειρείς.

Αν πήγαιναν όλα σύμφωνα με το πρόγραμμα, θα με περίμενες στην αποβάθρα.
Δεν θα στο ‘χα ζητήσει, απλώς θα ήξερες πως νιώθω άβολα, μόνη, σε μέρη που δεν γνωρίζω. Δεν θα περπατούσαμε μέχρι το σπίτι σου, δεν θα ήταν αρκετά κοντά για να περπατήσουμε. Κάτι θα οδηγούσες. Ξέρεις, τα μαλλιά μου θα ήταν κάπως άλουστα κι εγώ κάπως θαμπή απο το ταξίδι, όσο θα έψαχνες για πάρκινγκ θα συνειδητοποιούσα ξαφνικά πως βρίσκομαι πραγματικά σε μια άλλη πόλη, λιγότερο τρομακτική από τη δική μου, μα σίγουρα πιο ξένη.  Θα κοίταζα έξω απ’το παράθυρο, θα απέφευγα να σε κοιτάξω στα μάτια, θα σκεφτόμουν τις διαφημίσεις του μέγκα και πως απόψε θα έχανα την αγαπημένη μου σειρά. Θα σκεφτόμουν πως αν ήμουν τυχερή, φεύγοντας, θα ΄χα συστηθεί σε τρία ζευγάρια από τις κάλτσες σου και θα ΄χα περπατήσει κατα μήκος μιας προβλήτας που θα έκαιγε από τον ήλιο. Είναι κοινό μας χαρακτηριστικό αυτό όλων, να ανεβάζουμε ξανά και ξανά παραστάσεις με το ίδιο φόντο. Κάτι θα ‘χε μείνει, ακόμα και για ‘σένα, να προσποιηθείς  πως πρώτη φορά επιχειρείς. Εγώ του μαθαίνω να περπατάει, πριν από ‘μένα μπουσουλούσε, πριν από ‘μένα δεν είχε γεννηθεί σε αυτόν τον πλανήτη.
Αν όλα πήγαιναν όπως ήταν αποφασισμένα, θα μαγείρευα μια συνταγή που θα ΄χα αποστηθίσει απο μέρες, διαβάζοντας την φωναχτά μπροστά από τον καθρέφτη. Μια συνταγή που θα ‘χα εκτελέσει με δεμένα μάτια, στην άνεση της κουζίνας μου, δεκάδες φορές, μέχρι τα χέρια μου να μάθουν κάθε κίνηση, σαν να ΄ταν χορογραφημένη. Θα αποφάσιζα αρκετά μελετημένα, υπολογισμένα με κρυφά κομπιουτεράκια, την στιγμή της αποκάλυψης, θα γυρνούσα τότε το κεφάλι και θα σε κοίταζα. Με το ένα, με το δύο, με το τρία. Θα ένιωθα πως έκαψα τη γλώσσα μου σε μια πρώτη βιαστική γουλιά ή πως  μου τράβηξες ένα τσιρότο, χωρίς να μου το πεις. Θα αναγνώριζα την φυσική καταστροφή, θα αναρωτιόμουν ποιo όνομα θα της ταίριαζε καλύτερα, θα κρατούσα ενός λεπτού σιγή για τα ανυποψίαστα θύματα. Τα υπόλοιπα θα κυλούσανε, όπως κυλούν σε όλα τα μεγάλα λοβ στόρις, δηλαδή από κάπου μακριά θα ακουγόταν το μπίγκ ιν τζαπάν και το πλήθος θα χειροκροτούσε που τα καταφέραμε, που όλα τα βήματα  οδήγησαν στην επιτυχία, με τις ευχές όλων των γουίαρντ ελληνικών ταινιών της δεκαετίας. Ξέρεις, οι ιστορίες πριν να συμβούν ζουν ήδη κάτω από τη μύτη μας, ζουν κάτω από το δέρμα μας. Τα βράδια, όσο επιδεικτικά κοιμόμαστε, οι ιστορίες τρυπώνουν στο σπίτι από τον απορροφητήρα ή ανεβαίνουν από τις σωληνώσεις, και παραβιάζουν την ατάραχη ζωή μας. Ίσως τώρα να τα λέω όλα αυτά περιμένοντας τους θεούς του απορροφητήρα να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα, κι έτσι να αρχίσει ο κόσμος, ήδη, από αύριο το πρωί να με τσουλάει προς την πλευρά σου, ίσως περιμένω αυτή την  φανταστική κλίση του κόσμου που θα με συμφέρει καλύτερα. Δεν μπορεί, όλο και κάποια αλήθεια θα υπάρχει στους γελοίους ψυχαναγκασμούς μας. Άμα πω τρείς φορές το όνομα σου, ενώ χτυπάω παλαμάκια ή άμα τραγουδήσω δυνατά το αγαπημένο σου κομμάτι, μπορεί η σκόρπια δύναμη του κόσμου να πειστεί πως αξίζει να ασχοληθεί και λιγάκι μαζί μου. Ίσως άμα προγραμματίσω κάθε λεπτομέρεια ενός εντελώς άχαρου σχεδίου να καταφέρω τελικά να σε γνωρίσω. Δεν ξέρω αν αρκεί, αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στο σταθμό της πόλης σου και βλέπω τα τρένα να περνούν περιμένοντας σε στην αποβάθρα προς Αθήνα. Τραγουδώ το αγαπημένο σου κομμάτι και καλώ το όνομά σου τρείς φορές χτυπώντας παλαμάκια. Οι περαστικοί δείχνουν την άτυπη κατανόηση που αξίζει σε κάποια που προσπαθεί να αλλάξει τους τρόπους του κόσμου με το έτσι θέλω.
Αν πάνε όλα όπως τα ‘χω προγραμματίσει, από στιγμή σε στιγμή θα μπεις απο την τελευταία έξοδο.

Με το ένα, με το δύο, με το τρία.

Πτώση της θερμοκρασίας

Αν η Μαρία βαριόταν λίγο περισσότερο εκείνο το βράδυ και αν δεν είχε εμφανιστεί να την  συγκρατήσει ο κύριος Αρπάζογλου, θα είχε πάρει τον νυχοκόπτη απο το ντουλαπάκι του μπάνιου και θα ‘χε προσπαθήσει με μεγάλη λεπτότητα κινήσεων να κόψει έναν έναν τους κόμπους που διαγράφονταν στις φλέβες του αριστερού της καρπού. Λίγο πριν εμφανιστεί ο κύριος Αρπάζογλου η Μαρία στεκόταν μπροστά απο τον καθρέφτη σχεδόν αποφασισμένη, και λέω σχεδόν, γιατί το βράδυ είχε κανονίσει να δει την αγαπημένη της ταινία για έκτη φορά αυτή την εβδομάδα, και στη Μαρία δεν άρεσε ποτέ να ακυρώνει η ίδια τα σχέδια της. Αυτός ήταν ένας ρόλος που έδινε σε άλλους. Γι’αυτό εξάλλου και ετοιμαζόταν να δει την ταινία για έκτη φορά. Αν δεν εμφανιζόταν ο κ. Αρπάζογλου οι προβολές θα συνέχιζαν, μέχρι να καεί η τηλεόραση ή να πέσει το ρεύμα ή μέχρι να χαλάσει το ντίβιντί πλέιερ. Τα παραπάνω μόνο θα θεωρούνταν απο τη Μαρία ως ακράδαντα σημάδια πως πρέπει να σταματήσει τις προβολές. Μόνο αυτή την εβδομάδα είχε ακούσει δώδεκα δελτία καιρού για μία πόλη που δεν μπορούσε να επισκεφτεί. Είχε φλερτάρει απο το κινητό της χρησιμοποιώντας την γραπτή αλληλουχία χαχαχα, ενώ κάπνιζε ανέκφραστη. Και είχε γλείψει αρκετούς λαιμούς αντρών που ήταν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα, ενώ χρησιμοποιούσαν την ηχητική αλληλουχία συγγνώμηπουείμαιέτσιτώρα. Είχε αφήσει το σπίτι τακτοποιημένο, είχε αλλάξει τις κουρτίνες από καλοκαιρινές σε χειμωνιάτικες, όπως της είχαν μάθει, είχε ποτίσει τα φυτά και είχε απλώσει τα τελευταία πλυντήρια. Όλα τ’άλλα δεν χρειάζονταν την φροντίδα της, μιας και τελευταία είχε παρατηρήσει πως τα πάντα εκεί μέσα λειτουργούσαν αυτόνομα. Το αν η Μαρία θα αποφάσιζε τελικά ή όχι να ξεχειλώσει τις φλέβες της δεν ήταν θέμα εξαιρετικής σημασίας, αφού η τηλεόραση θα εξακολουθούσε να παίζει μόνη της, ρουφώντας κάθε ίχνος πρωτότυπης σκέψης στο σαλόνι, η μπανιέρα θα συνέχιζε να αναβλύζει τα νερά των σωληνώσεων κάθε φορά που θα ένιωθε απογοήτευση και οι ντουλάπες της θα εξακολουθούσαν να ανοιγοκλείνουν κατα βούληση, κάθε φορά που θα ήθελαν να υπενθυμίσουν όλων των ειδών τα πράγματα που στριμώχνουμε προς τα πίσω για να πάμε προς τα μπροστά, μα δεν παύουν να υπάρχουν και να καταρρέουν σαν καστράκια το καλοκαίρι. Έτσι είχε ερμηνεύσει η Μαρία τις ενέργειες των πραγμάτων του σπιτιού, τουλάχιστον, και κάπως έτσι ήταν πραγματικά. Τίποτα δεν θα άλλαζε τραγικά αν η Μαρία εκείνο το βράδυ είχε προβεί σε αυτή την τρομερή ενέργεια. Τα παπούτσια θα σκονίζονταν λίγο περισσότερο, κάποιοι θα έπρεπε να αναζητήσουν μια νέα καμπύλη ώμου για να κλαίνε και το ημερολόγιο θα έμενε στάσιμο στον Γενάρη του 2021 για πάντα. 

Αν δεν είχε εμφανιστεί ο κ. Αρπάζογλου η Μαρία θα είχε χαιδέψει επιμελώς ένα ένα τα φυτά της, θα είχα βάψει έντονα τα νύχια της, θα είχε κλείσει το τηλέφωνό της και θα είχε τραβήξει έτσι απλά τον νυχοκόπτη απο τη θέση του.
Ο κ. Αρπάζογλου είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση κάποιους μήνες νωρίτερα παίρνοντας όλες τις πρωτοβουλίες που θα εκτιμούσε ένα κορίτσι. Ήξερε να παραγγέλνει πάντα το σωστό φαγητό για την περίσταση, χωρίς να κάνει πολλές πολλές ερωτήσεις και κουβαλούσε μαζί του τουλάχιστον τρείς διαφορετικές μάρκες τσιγάρα, που άνοιγε ανάλογα με το τι σήκωνε η διάθεση. Όταν βρήκε την Μαρία με τον νυχοκόπτη στα χέρια δεν έδειξε καθόλου έκπληκτος και αυτό ήταν κάτι πολύ εκτιμητέο. Έβαλε τον νυχοκόπτη στη θέση του, πήρε την Μαρία στον καναπέ και ξεκίνησε να της απαριθμεί μία μία όλες τις ταινίες με ζόμπι που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Έτσι η Μαρία κατάλαβε πως αν επρόκειτο να γίνει ζόμπι μετά την αποχώρισή της, θα έπρεπε πρώτα να έχει φροντίσει ώστε το μακιγιάζ και το χτένισμά της να παραμείνουν τέλεια στην αιωνιότητα, πράγμα που χρειαζόταν σοβαρό προγραμματισμό. Έτσι ο κος Αρπάζογλου κατάφερε να ναυαγήσει το σχέδιο της μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά.

-Δηλαδή θα έχανες την πτώση της θερμοκρασίας;

-Αν δεν περιλαμβάνει χιόνι δεν με ενδιαφέρει.

-Ναι, αλλά θα έχανες την ευκαιρία για τις αγαπημένες σου συμβουλές.

-Όπως;

-Όπως μην φοράς αυτά τα παπούτσια, θα κρυώσουν τα πόδια σου ή μη ξεχάσεις να βάλεις το κασκόλ σου.

-Πράγματι οι αγαπημένες μου συμβουλές.
Νιώθω πως η πτώση της θερμοκρασίας είναι απλώς ακόμη μια είδηση για να έχουμε αφορμές να γκρινιάξουμε ο ένας στον άλλο. Εσύ θα μπορούσες να μου γκρινιάζεις για τα παγωμένα σου πόδια, ώστε να φέρω το σεσουάρ και να στα ζεστάνω κι εγώ θα μπορούσα να γκρινιάζω πως πονάει το κεφάλι μου με τόσο κρύο, μήπως σηκωθείς να φύγεις. Νιώθω πως με την πτώση της θερμοκρασίας θα είχαμε ακόμη μια δικαιολογία για να μη σηκωθούμε ξανά απο δω μέσα, να αναβάλλουμε όλα μας τα ραντεβού για πιο ζεστές μέρες και να τρώμε μόνο σούπες. 

-Εγώ νομίζω πως αυτή η συζήτηση θα πήγαινε τέλεια με δυό ποτήρια κονεμάρα και ένα κομμάτι της Τζούντι Γκάρλαντ.
-Άμα με αφήσεις να κάνω την Στρέιζαντ.

Ο κ. Αρμπάζογλου πάντα την άφηνε να κάνει την Μπάρμπαρα. Η Μαρία έτρεχε να φορέσει το μαύρο καλσόν και ύστερα ξεκινούσε πρώτη ως Μπάρμπαρα. Όταν το τραγούδι τελείωνε το κοινό πάντα αποφάσιζε πως η Μαρία ήταν πειστικότερη για τον ρόλο απο τον κ. Αρπάζογλου και κέρδιζε την μονομαχία. Ύστερα βούλιαζαν ξανά στον καναπέ και για τον υπολειπόμενο χρόνο καπνίζανε συζητώντας, μέχρι ο κ. Αρπάζογλου να φύγει για να γυρίσει στην γυναίκα του. Πως και πως περίμενε την ώρα που αυτός θα επέλεγε να εμφανιστεί και πως και πώς περίμενε την ώρα να ξεκουμπιστεί. Δεν ήταν σίγουρη τι απο τα δυό προτιμούσε. Της άρεσε ο τρόπος που άνοιγε το κρασί και ό τρόπος που σταύρωνε το ένα πόδι πάνω απο το άλλο. Ο τρόπος που ακουμπούσε πάνω της το κεφάλι του και ξάπλωνε έκανε την Μαρία να νιώθει πως κρατάει στα χέρια της το κεφάλι ενός σαραντάχρονου μωρού που δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε γεννήσει, αλλά σίγουρα ήταν μάνα του. Ένα σαραντάχρονο βρέφος που ήθελε με όλη του την δύναμη να ρουφήξει μέχρι και την τελευταία σταγόνα απο τη νεότητα της, κοιτώντας τη κατάματα, και η Μαρία δεν μπορούσε παρά να κάνει τα πάντα ώστε αυτό το παιδί να μεγαλώσει σωστά. Ένα παιδί που του έπαιρνε να απογαλακτιστεί και να εξελιχθεί σε ενήλικα με λουμπάγκο και αδύναμα γόνατα περίπου τρείς ώρες, ποτέ περισσότερο, για να γυρίσει στα δικά του γυναικόπαιδα και να αφήσει τη Μαρία ορφανή απο γιό. Μια φορά την εβδομάδα για τρεις ώρες ο κ. Αρπάζογλου επισκεπτόταν το δυάρι, έπιναν απο ένα ακριβό ουίσκι, η Μαρία φορούσε το μαύρο καλσόν, έκανε το αγάπημενο της νούμερο απο ένα διαφορετικό μιούζικαλ κάθε φορά, ύστερα κάνανε σεξ με τα φώτα αναμμένα πάντα, συζητούσαν λίγο κι αυτός έφευγε. Ύστερα το δωμάτιο αποκτούσε αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα που αποκτούν τα δωμάτια όταν κάποιος φεύγει νωρίς και η Μαρία άνοιγε τα παράθυρα. Διάβαζε την λίστα με τις ταινίες που την προέτρεπε να δει και αποφάσιζε να βάλει πάλι την αγαπημένη της.

-Άμα είχα αυτοκτονήσει απόψε τί θα έκανες;

-Θα έπρεπε να καπνίσω μόνος μου.
-Και τι άλλο;

-Θα έπρεπε να ταίσω τη γάτα.

Στην ουσία η Μαρία επέμενε να αυτοκτονεί μόνο τα βράδια που άνηκαν στον κ. Αρπάζογλου, γιατί ανυπομονούσε να τον δεί να κλαίει. Η Μαρία ήθελε οπωσδήποτε να τον δεί έστω και για μια φορά να κλαίει, αλλά δεν τα είχε καταφέρει μέχρι τώρα.

-Θέλω να σταματήσεις να έρχεσαι.

-Γιατί αυτό;
-Γιατί βρήκα άλλον και απο την επόμενη εβδομάδα θα έρθει να μείνει εδώ μαζί μου.
-Δηλαδή δεν θέλεις να με ξαναδείς;

-Δηλαδή δεν θέλω να σε ξαναδώ, απόψε είναι η τελευταία φορά.

Το σύμπαν του κύριου Αρπάζογλου κατέρρευσε, ο μεγαλύτερος του φόβος μόλις είχε γίνει πραγματικότητα. Το αγαπημένο του ζωάκι είχε ανοίξει την πόρτα και τον είχε εγκαταλείψει. Ένιωσε έναν αφόρητο πόνο στο στομάχι του και ένα απίστευτο κάψιμο στη μέση.Ένιωσε την πολυθρόνα να τον σφίγγει και την Μαρία να του σκίζει τον λαιμό με τον νυχοκόπτη. Σκέφτηκε οτι δεν θα ξανάμπαινε στο δυάρι της Μαρίας που μύριζε άζαξ, γιατί πάντα σφουγγάριζε στα γρήγορα πριν έρθει, δεν θα του κρεμούσε ξανά με προσοχή το παλτό μαζί με τα δικά της και δεν θα τον ρωτούσε που έχει παρκάρει ποτέ ξανά. Θα τον κορόιδευαν οι φίλοι του, θα ήταν απλώς ακόμη ένας γελοίος σαραντάρης, σαν και αυτούς, ό,τι έκανε έκανε, ό,τι πήδησε πήδησε, τώρα πίσω στη γυναίκα του, τι έγινε ρε; σε παράτησε η πιτσιρίκα γιατί δεν μπορούσες πια να την πηδάς; Σκέφτηκε τη Μαρία να ανοίγει στους ντελιβεράδες με το νυχτικό, στις φίλες της με τις κάλτσες, σκέφτηκε πως θα γδυνόταν πια μόνο για τον καινούργιο της γκόμενο. Όλοι είχαν το δικαίωμα να χαίρονται τη Μαρία γυμνή πια εκτός απο αυτόν. Ένιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν και τις σκούπισε στο ύφασμα του παντελονιού του. Φυσικά η Μαρία κάποτε θα έβρισκε έναν γκόμενο να τον αντικαταστήσει, σίγουρα νεότερο του, πολύ νεότερο του, να μπορούν να πηγαίνουν μαζί για φαγήτο και μετά για ποτό και να χορεύουν, να κάθεται με τις φίλες της και αυτές να της λένε πόσο τυχερή είναι που βρήκε τόσο ωραίο γκόμενο και να κοιτάξει να μην τον χάσει. Έναν γκόμενο που θα μπορούσε να πίνει και να μη πέφτει λιπόθυμος στο κρεβάτι. Έναν γκόμενο που θα την πήγαινε βόλτα με τη μηχανή στο Παγκράτι και στο Αιγάλεω, θα την τάιζε στο στόμα και μετά θα την έγλυφε στο αυτί και αυτή θα φώναζε το όνομα του. Ο κ. Αρπάζογλου δεν μπορούσε να κάνει χωρίς την Μαρία, γιατί χωρίς την Μαρία δεν θα υπήρχε πια κανένας να πιστέψει σε αυτόν. Γιατί η Μαρία ήταν η τελευταία που πίστευε στη μεγαλοφυία και στο ταλέντο του, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το ποιός είναι πραγματικά ο κος Αρπάζογλου. Η Μαρία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που επέμενε σε μία φανταστική κρυφή πλευρά του, που ήταν απολύτως τρομερή και φοβερή και θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο με αυτή, επιπρόσθετα η Μαρία είχε το πιο βελούδινο δέρμα που είχε αγγίξει ποτέ και ήταν πάντα θερμή και διαθέσιμη στα χέρια του, πάντα εκεί για τις βροχερές ημέρες και ταραχές του κύριου Αρπάζογλου. Πως τολμούσε  να του το κάνει αυτό; Η προοπτική του θανάτου της ξαφνικά του φάνηκε ελκυστική. Πραγματικά εκείνες τις στιγμές το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ο Αρπάζογλου ήταν το πόσο ήθελε να έχει αφήσει την Μαρία να πεθάνει.
Όχι οτι η Μαρία είχε βρει πράγματι τον αντικαταστάτη του κύριου Αρπάζογλου, απλώς ήθελε πάρα πολύ να τον δει να κλαίει, όπως ήθελε να μυρίσει ξανά ψωμί να ψήνεται ξημερώματα μετά απο ξενύχτι. Όπως ήθελε να δώσει ξανά ατελείωτα φιλιά, μέσα στο κρύο ή να περπατήσει στο κέντρο σε ώρα αιχμής. Και βέβαια είχε λίγο κουραστεί, είχε κουραστεί λίγο να παίζει αυτό το παιχνιδάκι κάθε βδομάδα. Αυτό που είχε να του πεί ήταν οτι ειλικρινά δεν μπορούσε άλλο να του κρατάει το κεφάλι στα μπούτια της, ούτε να τον περιμένει. Είχε κουραστεί να τον βλέπει να κάθεται απέναντι με αυτό το ύφος του πατέρα και είχε κουραστεί να κάθεται απέναντι με αυτό το ύφος της μαθήτριας που έχει ερωτευτεί τον δάσκαλο. Είχε κουραστεί σε αυτό το διαμέρισμα που όλοι ήταν ανεξάρτητοι και δεν ρωτούσαν για τίποτα.

Ήθελε να βγει μια βόλτα, να περπατήσει και να μη γυρίσει σύντομα.

Απλώς είχε κουραστεί. Αυτό ήταν όλο. Είχε κουραστεί που ο μαλάκας δεν είχε κλάψει ούτε μια φορά.

Ο κύριος Αρπάζογλου σηκώθηκε απο την πολυθρόνα με τα χίλια ζόρια, πήρε το παλτό και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Περίμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή πως η Μαρία θα τον έπιανε απο το χέρι και θα τον τραβούσε μέσα, αλλά η Μαρία δεν σηκώθηκε απο τον καναπέ. Φεύγοντας ξεκίνησε κάτι που περιλάμβανε βρισιές και αναφιλητά, αλλά η Μαρία δεν μπορούσε να δει πως πράγματι τελικά κατάφερε απόψε τον κύριο Αρπάζογλου να σπαράξει στο κλάμα. Κι έτσι η Μαρία άνοιξε τα παράθυρα, έβαλε την αγαπημένη της ταινία και έβγαλε το μαύρο καλσόν. Στήθηκε για λίγο μπροστά στον καθρέφτη ίσα να κάνει μια νοητή χειραψία με το είδωλο της και έπιασε τον νυχοκόπτη ξανά στα χέρια της. Η αλήθεια είναι οτι την περίμενε πιό δραματική την αποχώρηση του Αρπάζογλου. Περίμενε να κυλήσει στα μάγουλά του ένα έστω ασταμάτητο δάκρυ, αλλά δεν κύλησε. Έτσι η Μαρία πήρε τον νυχοκόπτη και ξεκίνησε με μεγάλη λεπτότητα κινήσεων να κόβει ένα ένα τα νύχια του αριστερού της ποδιού.

Τοστ ζαμπόν τυρί

Όταν της πέφτει ο πυρετός ιδρώνει.
Ιδρώνει και μέσα από τα παπλώματα είναι σαν να μυρίζει ψημένο τοστ. Το ορκίζομαι. Πρώτα σε χτυπάει σαν μυρωδιά ψημένου ψωμιού κι έπειτα έρχεται ο παλιός αγαπημένος συνδιασμός ζαμπόν-τυρί. Ψήνεται στον πυρετό σαν λαχταριστό τοστάκι. Και έτσι όπως ψήνεται θέλεις να την δαγκώσεις. Δεν γίνεται να μην το κάνεις. Δηλαδή, είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα τοστάκι, από αυτά που είναι τετράγωνα με ρίγες και στο πλάι τους κρέμεται τυράκι, και εσύ να μην το δαγκώνεις, κι να το αφήνεις να παγώσει. Με τον ίδιο τρόπο που όταν είναι μπροστά σου μπολ με φυστίκια θέλεις να τα ανοίξεις, να τα σπάσεις ένα ένα, κι ας μην έχεις όρεξη να φας. Σκέφτεσαι πως είσαι ο πρώτος άνθρωπος του κόσμου που κάνει αυτή τη σκέψη. Που συνδέει την ανθρώπινη μυρωδιά με εκείνη του τοστ, ο πρώτος άνθρωπος που κάνει την πιο απλή ανακάλυψη. Ο πρώτος άνθρωπος που θέλει να δαγκώσει τόσο πολύ ένα ανθρώπινο τοστ κι ας σιχαίνεται το τυρί. Ο πρώτος άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά σε ένα ανθρώπινο τοστάκι, και όταν κάτι τέτοιο σου συμβαίνει καλό είναι να είσαι σε θέση να το καταλάβεις και να κινηθείς αντίστοιχα. Πρέπει να είσαι σε θέση να καταλαβαίνεις την τύχη σου, να μπορείς να τροχίζεις τα δοντάκια σου και να ρίχνεσαι με ευθύνη και τρυφερότητα σε παπλώματα αλλαντικών, να φροντίζεις να ξαπλώνεις τα μάγουλα σου με ευγνωμοσύνη στην πιο μυρωδάτη και τραγανή κόρα του κόσμου. Θέλει μεγάλη τύχη για να σου φανερωθεί κάποιος ολόκληρος – να ιδρώνει κάποιος δίπλα σου κι εσύ να αναγνωρίζεις στο καλούπι του την χαμένη νοστιμιά της συλλογικής παιδικότητας όλου του κόσμου.

κοιμάσαι καστανή, ξυπνάς μπλόντι.

Χτες λογικά κι εσείς παραπέμψατε τον εαυτό σας στους προσωπικούς τηλεφωνητές των πιο κοντινών (ή και όχι απαραίτητα, σχετικό είναι αυτό) ή εύκαιρων, προσβάσιμων σε κάθε περίπτωση, ανθρώπων σας.
Ή είστε τίποτα μεταλλάξεις μηχανών, νέα μοντέλα που δεν ξέρουμε στην αγορά, και τις Κυριακές δεν σας τρέχει ιδρώτας ούτε σταγονίτσα στο μέτωπο;
Να σκουπίζεσαι και να παρανοείς: πόσο μόνιμη έχει γίνει η ρυτίδα της μιζέριας, διάπλατη, από κρόταφο σε κρόταφο και αν θα πιάσει το αυριανό φέσιαλ γίογκα κλάς.

Είχα δυό κουνούπια, Νοέμβρη μήνα σχεδόν καλή ώρα, να νιαουρίζουν πάνω μου όλο το βράδυ.
Αλλά επειδή πίστευω πως είναι θέμα πυγμής και πάθους να μην αφήσεις να χαλάσει ο τελευταίος ύπνος του μήνα, έβαλα τα δυνατά μου χρησιμοποιώντας όλα τα φαντασιακά όπλα που διαθέτει κανείς στον ύπνο του και τα κατάφερα.
Το κουνούπι μεταμορφώθηκε σε εραστή, ο οποίος είχε τη μορφή φτερωτού μυρμηγκιού που προσγειώθηκε στο στήθος μου με αυτόν το συριστικό ήχο ιιιιιιιιιιιιιιιιι.
Κρίντζ;
Άστα να πάνε γενικά, αλλά ας πούμε έγινε δουλίτσα και ξύπνησα η Μπλόντι σήμερα και μπορώ να τραγουδάω με σαγόνι που ‘χει, μη γελιόμαστε, φύγει εντελώς, αλλά χαμογελάει α τά ρα χο, οπότε μια χαρά.

Ξέρετε, αυτό με τους αστακούς από τα Φιλαράκια είναι μεγάλο ψέμα: ότι και καλά είναι τα πιο πιστά πλάσματα κλπ.
Στην πραγματικότητα είναι αδιανόητα άπιστα. Γι’αυτό εξάλλου και το μότο αυτού του μπλογκ λέει πως μόνο οι αστακοί καταφέρνουν να μένουν ζωντανοί, όλοι οι υπόλοιποι εδώ στη γειτονιά του μπικίνι ψοφολογάμε.
Ειδικά αν είσαι η σκίουρη με την γυάλα στο κεφάλι, πόσο καλά να το πας;
Αν ψάχνετε για πιστό παρτενέρ, απευθυνθείτε στη σκιά σας.

Πιείτε κανα ποτηράκι νερό, φορέστε τα γυαλιά σας, μπορεί η Κυριακή να πέρασε, αλλά και η Δευτέρα δεν φέρεται ποτέ ιδιαίτερα πιο συμπονετικά και όποιος πιστεύει το αντίθετο θα γίνει και θα το δει, θα το δει να γίνεται.

[και χίλια περιστέρια θα σου φύγουν απ΄τα χέρια]

Χτες ανοίγοντας τη βάρδια, βρήκαμε με τον Στέλιο ένα νεκρό περιστέρι στον πεζόδρομο.
Φυσικά γνωρίζαμε οτι εμείς θα χρειαζόταν να το περισυλλέξουμε μιας και βρίσκόταν στην περίμετρο του μαγαζιού. Το αξιόλογο της υπόθεσης είναι πως είχε προηγηθεί μια κουβέντα με τον Στέλιο η οποία είχε καταλήξει σε κάτι βαρύγδουπα συμπεράσματα πως όλα όσα κάνουμε σχετίζονται με τη σχέση μας με τον θάνατο και το σεξ. Ίζι τσίζι.
Με την εμφάνιση του νεκρού περιστεριού κάπως ήρθαμε κι οι δυο αντιμέτωποι με την ευκολία αυτού του συμπεράσματος. Νιώσαμε οτι έπρεπε να αποφασίσουμε εκείνη ακριβώς την στιγμή ποιά ήταν τελικά η σχέση μας με τον θάνατο ( ή το σεξ;;;) με αφορμή αυτό το τυχαίο γεγονός: φυσικά δεν αισθανθήκαμε και ιδιαίτερη δυσφορία για τον τυχαίο θάνατο του περιστεριού, αν και ίσως φορτωθήκαμε το γεγονός και την εικόνα του περισσότερο απ’όσο τελικά διαγνώσαμε.
‘Οσο το περιστέρι παρέμεινε άψυχο στον πεζόδρομο, ένα ζευγάρι το ποδοπάτησε καταλάθος μπροστά στα μάτια μου, καθώς εκείνη την ώρα φιλιόταν κι έχασε τον θάνατο που έχασκε κάτω από τα πόδια του.
Ίσως να ήμασταν κι εμείς αυτοί ή να μπορούσαμε.
Το άτυχο σώμα εναποτέθηκε με μεγάλη φροντίδα στον απέναντι κάδο σκουπιδιών
πλάι σε σχεδόν άδεια μπουκάλια ουίσκι που θα συνταξιδεύσουν μαζί του όπου κι αν πάει, παρακάτω.
Σχεδόν άδεια μπουκάλια γιατί οι τελευταίες σταγόνες που κρατάνε μέσα τα μπουκάλια είναι ικανότατες ποσότητες για να μεθύσουν ένα πτηνό, πόσο μάλλον ένα νεκρό πτηνό.
Σταματήσαμε για λίγο, κοιτάξαμε τον κάδο με συμπόνια και πήγαμε παρακάτω κι εμείς, γιατί είχαμε σφουγγάρισμα.
Να αναφέρουμε εδώ πως το περιστέρι βρέθηκε νεκρό κάτω από γκράφιτι που έγραφε: ΑΝ ΔΕΝ ΓΥΡΊΣΩ ΠΙΣΩ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΘΑ ΔΙΑΛΥΣΩ, και σκέφτομαι πως
ίσως αν αυτό το περιστέρι δεν γυρίσει πίσω με κάποιον τρόπο, ο κόσμος ίσως να διαλυθεί μέσα στον επόμενο μήνα (;)
Ή εντάξει, ίσως έχω δει το γκόστντογκ περισσότερο απ’όσο όσο μέ έπαιρνε.

Πρωτόλειο.

Κρατάω ημερολόγιο
στα χαρτάκια που μου αφήνουν τα παιδιά
τα τιπς της βάρδιας.
*
δεν αισθάνομαι τίποτα
από όλα αυτά που όλοι λένε να θυμάσαι
πως είναι όλα μέσα στη ζωή και τι θα κάναμε χωρίς αυτά
*
Έχω πετάξει τα πάντα έχω αδειάσει όλους τους χώρους
και τώρα άμα φωνάξεις το σπίτι σου απαντάει
έλα τώρα και θα δεις
πώς το σπίτι απαντάει καλύτερα
απ’ότι μπόρεσα εγώ ποτέ.
*
ο αέρας αφόρητος
το σπίτι σαν να ανασύρεται από τη θάλασσα και να φωνάζει σπίρτο.
Οι εφιάλτες μου αντιγραφές των αντιγράφων σου
έρχεσαι και παίρνεις την παιδική μου ηλικία
καλώς ή κακώς
δεν έχει μείνει άλλη και σηκώνομαι
έτοιμη τώρα να κατακτήσω το σύμπαν
τέλος τα δάκρυα μαμά.
*
Τα κομπρεσέρ σταμάτησαν να ακούγονται
τείνω στο συμπέρασμα πως η ανακαίνιση του διαμερίσματος
του τετάρτου ορόφου ήταν απλώς μια βιτρίνα
που κάλυπτε τον θόρυβο που έβγαζε
η αλλαγή διάταξης που επιχειρούσες μέσα μου

υ.γ η τσάντα προσπαθεί ακόμη να ξεχάσει
την άμμο από το καλοκαίρι
και εγώ την πιέζω
σαν να μη ξέρω καλύτερα.

Processed with VSCO with hb1 preset

εννιά ετών

  1. Όσα βήματα και να μετρήσεις χρειάζεται μόνο ένα λεπτό και όλα έχουν γραφτεί ξανά μόνο για σένα.
  2. Από δυσκολία ξέρω πως είναι να κόβεσαι μικρά κομματάκια μπροστά σε αυτούς που αγαπάς.
  3. Από δυσκολία ξέρω πως είναι να πρέπει στη συνέχεια να ενώσεις μπροστά τους οτιδήποτε διαλύθηκε πριν.
  4. Όταν όλα γράφονται ξανά για σένα έρχονται και κάθονται στο σημείο του λαιμού σου το κρυφό το πίσω, κοντά στα κόκκαλα.
  5. Σε αυτό το σημείο υπάρχει μια χορδή που κάποιες φορές νομίζεις πως μπορεί να τη δει μόνο εκείνος που μένει στην απέναντι πλευρά του δρόμου και βγαίνει στο μπαλκόνι και καπνίζει.
  6. Όταν τον βλέπεις αναρωτιέσαι αν κι αυτός κάθε φορά που ακούει το ασανσέρ να σταματάει στον όροφο του, προσεύχεται να ανοίξει η πόρτα και κάποιος να τον σώσει.
  7. Ύστερα αυτός πετάει το τσιγάρο και παει πάλι μέσα, η ψυχραιμία είναι μια λέξη που χρειάζεται να πιστεύεις σε κάτι παραπολυ για να το σώσεις.
  8. Από δυσκολία ξέρω πως όσες φορές και να ανακατατάξεις τα κομμάτια πάλι ξανά θα γίνει και θα ναι γραμμένα όλα για σένα.
  9. Ψυχραιμία είναι μια λέξη που καταργεί το ασανσέρ στον όροφο σου.