
Ο Παπαγιώργης γράφει:
«Ο νεκρός αποτελεί συντριπτική στιγμή ζωής. Επιτέλους ο θάνατος παύει να ‘ναι χάσκουσα απειλή, άπραγη επίγνωση ότι η ζωή βρίσκεται ως προθεσμία και παράταση, ως χαριστική και ύπουλη αναβολή του τέλους. Με την βαρύτητα του αναπότρεπτου γεγονότος έχει πια χώρο και χρόνο, μορφή, δράμα και πάνω απ’όλα αντίκτυπο στην καρδιά.
(…)
Ο νεκρός αδυσώπητα μετέρχεται όλες τις παραλλαγές του τετελεσμένου και του αναπότρεπτου.
(…)
Το παλιό σου πάθος, ο περασμένος άνθρωπος σου, σε μια συνάντηση χρόνια μετά, είναι το δικό σου προσφιλές πτώμα. Δεν καταλαβαίνεις πια τίποτα σχεδόν από τη γλώσσα του, πιάνεις μοναχα σκόρπιες λέξεις μια στο τόσο. Εσύ που χτυπιόσουν πως δεν μπορείς χωρίς αυτή τη γλώσσα του, χωρίς τον τρόπο του. Εσυ που δεν μπορούσες χώρια, τελικά τα κατάφερες μια χαρά, τόσα χρόνια, και τώρα στέκεται το πτώμα μπροστά σου παντάξενο. Στην αρχή θα σκεφτείς πως άλλαξε, μα ξέρεις πως ο νεκρός χαρακτηρίζεται από τελειότητα, ολόιδιος όπως όταν έσφυζε από ζωή, μόνο που τώρα είναι έρημος. Έρημος από τον έρωτα σου, κούφιος. Στέκεσαι σαν μπροστά στο τάφο των πιο θεικών σου συναισθημάτων. Ο άλλος είναι τάφος, πώς να το πω, είναι μνήμα, είναι ορόσημο περασμένων ευτυχιών, περασμένων ερώτων στεφανομένων. Τι να κάνεις; Πώς να αντιδράσεις; Να κλάψεις, να γελάσεις, να αναστενάξεις που ξελάφρωσες, να χαιδέψεις το μάρμαρο; Θέλεις να τα κάνεις όλα μαζί. Αρκεί το προσφιλές σου πτώμα για να συνειδητοποιήσεις την θνησιμότητα των πραγμάτων μέσα σου, την ημερομηνία λήξης των συναισθηματικών σου αποθεμάτων, την αλλαγή της διάταξης των αναγκών σου. Ο χρόνος προς το παρόν σε οδηγεί μόνο προς τα μπρός και ενώ το ξέρεις από καιρό και συνήθως διόλου δεν σε νοιάζει, τώρα ξαφνικά κάπου μέσα σου μια τοσοδούλα κλαίει για το αναπόφευκτο πως όλα τα ξεπερνά ο άνθρωπος, πως όλα τα περασμένα είναι καταδικασμένα να χάνουν την αίγλη τους, να τα καλύψουν οι κισσοί. Πάνω από τους παλιούς τάφους νέα άνθη δεν θα ευκαιρήσουν ξανά.
《Οι ζωντανοί, αργά ή γρήγορα, προδίδουν τον νεκρό. Ο άνθρωπος δεν αντέχει, χαλάει, προτιμά τα μικρά απο τα μεγάλα, τα κοντινά απο τα απόμακρα, θυσιάζει τα πάντα στη σκέψη ότι το σήμερα είναι η καλύτερη μέρα.》
Γιατί αφήνουμε τον νεκρό τότε να στοιχειώνει τα χρόνια μας, γιατί τον θέλουμε να κυκλοφορεί ανάμεσα στα πόδια μας σαν να ΄’ναι ακόμη εδώ; Γιατί παριστάνουμε πως δεν έφυγε ποτέ;
Για να μπορούμε να επιστρέφουμε στο οικείο μας παρελθόν κάθε φορά που θέλουμε να αποφύγουμε τη σημερινή μέρα. Θέλουμε να ήταν δυνατό να αλλάξουμε το μοιραίο, να ήταν δυνατό να ελέγξουμε το πέρασμα του χρόνου. Να πιαστούμε για λίγο στο παρελθόν. Το τώρα μπορεί να είναι πολύ γοητευτικό, αλλά ταυτόχρονα μας τρομοκρατεί έτσι όπως μας κατακλύζει . Μας λείπει η ασφάλεια του γνώριμου περασμένου. Είναι μια ολόκληρη εποχή αυτή που κουβαλάει μαζί του ο αποθανών, μια βερσιόν του εαυτού μας που πίσω δεν γυρνά. Κρατιόμαστε από τον νεκρό και ας μη ξέρουμε πια γιατί ακριβώς, γιατί οι ζωντανοί μπροστά του θυμίζουν ξόανα.
Εγκαταλείπεις ποτέ πραγματικά το λατρεμένο σου πτώμα; Φτυαρια τη φτυαριά, κάθε μέρα, χορταριάζει τελικά ποτέ το μνήμα;





Γυρνώντας πισω στην Αθήνα προσπαθούμε και ‘μεις να αποκτήσουμε άνοια. Να ξεχάσουμε ποιοι είμαστε και που μένουμε. Να ξεχάσουμε τις γειτονιές μας και τα στέκια μας. Περιμένουμε να εξαφανιστούν οι φίλοι μας για να βρούμε μια δικαιολογία να εξαφανιστουμε και ‘μεις για άλλα μέρη. Να μη μας κραταει εδώ τιποτα πια.

