Επίκληση στο ασανσέρ

Τα πρωινά στα γύρω μπαλκόνια εμφανίζονται διαφόρων ειδών πουλιά, απλώς χρειάζεται να σηκωθείς πολύ νωρίς για να τα προλάβεις. Με το που αρχίζει η κίνηση στον δρόμο τα πουλιά εξαφανίζονται και εμείς συνεχίζουμε τον δεύτερο καφέ μέσα. Ο κάκτος της απέναντι έβγαλε το λουλούδι της χρονιάς και φέτος είναι το τέταρτο που πετυχαίνω. Ο δικός μας εδώ άνθισε τέλος Ιουλίου και ήταν η πρώτη φορά μέσα στα δέκα αυτά χρόνια που έτυχε να γίνουμε μάρτυρες. Όσοι μείναμε εδώ φετός το καλοκαίρι φτιάξαμε μια σέχτα που την ενώνει μάλλον το τραύμα της επιβίωσης Αύγουστο μήνα στην Αθήνα. Χρειάστηκε να κρατήσουμε χεράκια πολλές φορές, να ακουμπήσουμε κεφάλια σε ώμους, να πιούμε διάφορα πράγματα και κάποιες φορές να τραγουδήσουμε υστερικά στον δρόμο για το μπλού νόουτ. Τώρα όταν συναντιόμαστε δεν τα πολυκουβεντιάζουμε όλα αυτά, φήμες λένε πως έχουμε κολλήσει στον Ιούνιο και πως οι αλλαγές του καιρού είναι απλώς γελοίες πατέντες του μάτριξ. Ανεβαίνουμε ακόμη στην ταράτσα και τσεκάρουμε τα πιο ψηλά κτήρια της πόλης, τσακωνόμαστε ποιό να είναι ποιό. Κατεβαίνουμε με προσοχή την σκάλα κινδύνου, με προσοχή επίσης την ανεβαίνουμε. Κάτι ξεχασμένες καρέκλες έχουν εξαφανιστεί πια, τα πόδια μας έχουν ασπρίσει ξανά, η πίσω φωνούλα φωνάζει πήδα, η γάτα δεν δείχνει κανένα ενδιαφέρον πια για το έξω. Πάνω που πάμε και μεις να κλείσουμε μπαλκονόπορτες και στόρια, να κατοικήσουμε αιωνία η μνήμη μέσα στις πτυχές του παπλώματος κάποια τύχη πονηρή όλο γυρνάει με το μέρος μας ή ευτυχώς (;) δεν μας εγκαταλείπει ποτέ η παιδική θέση: στη μεγάλη βαρεμάρα θα ανακαλύψουμε ένα καινούργιο δράμα, γυαλιστερό και από το κουτί του, φρέσκο και πανέτοιμο να μας ξεσκίσει.
Δευτέρες με αδιάβροχα, τρια διαφορετικά σουπερμάρκετ για να βρεις χόρτα, το ανθοπωλείο δεν πουλάει βασιλικούς, αλλά η λαική σου πέφτει δύσκολη τα Σάββατα μετά τα ξενύχτια της Παρασκευής. Οι Σαββατάνθρωποι έτσι κι αλλιώς σου πέφτουν δύσκολοι. Η μπάρα γεμάτη με την οικογένεια, η Τρικούπη άδεια απο τις εννέα, το τάουνμέιντ της Δήμητρας θέλει αναρτήσεις και βογκάει στις λακκούβες, το κράνος με δέκα ευρώ απο το βίντιντ, τα ρολά όταν κατεβαίνουν ξυπνούν τους κουρασμένους, το ασανσερ ακόμη στα πέρα μέρη, οπότε έξι όροφοι με σπαστό ποτό στο χέρι και πονεμένα πόδια σημαίνει δυο στάσεις στον τέταρτο και στον πέμπτο. Όποιος μαγειρεύει ψάρια το ξέρουμε, όποιος έχει αμφιβολλίες πάλι το ξέρουμε. Πιστεύω πάντα πως οι τελευταίοι που γυρνούν σπίτι ξέρουν όλα τα όνειρα των γειτόνων. Οι τελευταίοι που ανεβαίνουν παίρνονται στα κοινόχρηστα ντουβάρια κάποιου ορόφου και μπαίνουν στα όνειρα των υπολοίπων, απλά στην προκειμένη έχουμε κόψει το ασανσερ και έχουμε σεξουαλικοποιήσει τις σκάλες. γουάι νοτ;
Ένα γραπτό απόδειξη λατρείας για τους ανθρώπους που θυμούνται να μας ανάψουν τα φώτα πριν νυχτώσει και μας βρει αναπάντεχα της νύχτας το μετέωρο, που μας ξυπνούν για τη δουλειά και τρώνε όλη τη γκρίνια. Απόλυτη ευγνωμοσύνη για αυτούς που μας σκεπάζουν το βράδυ και μας φτιάχνουν τοστάκια, για αυτούς που μας πετάνε τα σκουπίδια, που ανεβαίνουν το βουνό για να μας συναντήσουν, που μας κατεβάζουν με το ζόρι, που περιμένουν να σχολάσουμε, που ρωτάνε αν θέλουμε καφέ τώρα που γυρνάει, που απλώνουν τα πλυντήριά μας με ευλάβεια και κάνουν σιδεροάπλωμα.
Ραβασάκια, Σημειώματα και γράμματα, γιατί πολλές φορές δεν μπορούμε να μιλήσουμε, όπως άλλες δεν μπορούμε να γράψουμε, εξάλλου, μπορεί να ζούμε σε σπίτια χωρίς τραπεζομάντηλα, αλλά σίγουρα έχουμε χαρτιά και δεν ξεχνάμε ακόμη και όταν φεύγουμε.
Ένα σπίτι που αν και έχουν αρχίσει να εκλείπουν τα σημάδια παρουσίας των προηγούμενων ενοίκων του κρατάω ακόμη στη μνήμη τα παλιά σημειώματα στους τοίχους, τα σερβίτσια με πιάτα που έχουν αλλάξει αμέτρητες φορές έως τώρα και φυσικά τον χαρακτηριστικό ήχο που έκανε το ασανσέρ όταν έφτανε στον όροφο μου, που μερικές φορές ακόμη έχω την αίσθηση οτι θα τον ακούσω ξανά.
Η γλάστρα στο μπαλκόνι που είναι πιο παλιά και από τη γάτα και που πιστευώ πως αν ποτέ πεθάνει το σπίτι θα καταρρεύσει, τα σύρματα στον ακάλυπτο που καίγονται απο την βροχή και τον ήλιο και το ψυγείο που μούγκριζε μαζί μας για χρόνια μέχρι που το αλλάξαμε. Οι τελευταίοι κάτοικοι της Βίλας πετυχαίνουν το κτήριο σε αλλαγή εποχής, αρχίζουν να βγάζουν τις στρώσεις ρούχων που φοράνε πριν την ανάβαση στον όροφό τους και πιάνουν τα βογκητά. Πατάνε τον διακόπτη για το φως ανα δύο ορόφους και κοντοστέκονται στις εξώπορτες να πάρουν ανάσα. Όταν γυρνάνε μαζί η απόσταση μικραίνει και όταν γυρνάνε μόνοι αναστενάζουν ένα τσακ περισσότερο. Θα προλάβουν να δουν το νέο ασανσέρ πριν μετακομίσουν στην μόνιμη κατοικία τους και εγκαταλείψουν αυτο εδώ το διαμέρισμα που δεν είναι τίποτα άλλο από το the house of the rising sun. Θα προλάβουν να πουν αμην, παναγιά μου, ενώ δεν θα είναι ικανοποιημένοι με το νέο αποτέλεσμα, αλλά κι αυτό σύντομα θα ξεχαστεί όπως όλα τα υπόλοιπα, όπως οι εραστές που εξιτάρονταν από το προηγούμενο ξύλινο θάλαμο, όπως τα εσώψυχα μας που ήταν μισοχαραγμένα στις πόρτες και δεν τα κατάλαβε κανείς, όπως το καλοκαίρι που πέρασε και όσο και να επιμένει να δίνει παρόν θα φύγει κι αυτό για να μπούμε σε λίγο στην εποχή του τοξότη και στην καινούργια ηλικία και τότε ξανά αλίμονο σε αυτούς που δεν αγαπάνε σαν Μητροπάνος.

Σχολιάστε