Πτώση της θερμοκρασίας

Αν η Μαρία βαριόταν λίγο περισσότερο εκείνο το βράδυ και αν δεν είχε εμφανιστεί να την  συγκρατήσει ο κύριος Αρπάζογλου, θα είχε πάρει τον νυχοκόπτη απο το ντουλαπάκι του μπάνιου και θα ‘χε προσπαθήσει με μεγάλη λεπτότητα κινήσεων να κόψει έναν έναν τους κόμπους που διαγράφονταν στις φλέβες του αριστερού της καρπού. Λίγο πριν εμφανιστεί ο κύριος Αρπάζογλου η Μαρία στεκόταν μπροστά απο τον καθρέφτη σχεδόν αποφασισμένη, και λέω σχεδόν, γιατί το βράδυ είχε κανονίσει να δει την αγαπημένη της ταινία για έκτη φορά αυτή την εβδομάδα, και στη Μαρία δεν άρεσε ποτέ να ακυρώνει η ίδια τα σχέδια της. Αυτός ήταν ένας ρόλος που έδινε σε άλλους. Γι’αυτό εξάλλου και ετοιμαζόταν να δει την ταινία για έκτη φορά. Αν δεν εμφανιζόταν ο κ. Αρπάζογλου οι προβολές θα συνέχιζαν, μέχρι να καεί η τηλεόραση ή να πέσει το ρεύμα ή μέχρι να χαλάσει το ντίβιντί πλέιερ. Τα παραπάνω μόνο θα θεωρούνταν απο τη Μαρία ως ακράδαντα σημάδια πως πρέπει να σταματήσει τις προβολές. Μόνο αυτή την εβδομάδα είχε ακούσει δώδεκα δελτία καιρού για μία πόλη που δεν μπορούσε να επισκεφτεί. Είχε φλερτάρει απο το κινητό της χρησιμοποιώντας την γραπτή αλληλουχία χαχαχα, ενώ κάπνιζε ανέκφραστη. Και είχε γλείψει αρκετούς λαιμούς αντρών που ήταν έτοιμοι να βάλουν τα κλάματα, ενώ χρησιμοποιούσαν την ηχητική αλληλουχία συγγνώμηπουείμαιέτσιτώρα. Είχε αφήσει το σπίτι τακτοποιημένο, είχε αλλάξει τις κουρτίνες από καλοκαιρινές σε χειμωνιάτικες, όπως της είχαν μάθει, είχε ποτίσει τα φυτά και είχε απλώσει τα τελευταία πλυντήρια. Όλα τ’άλλα δεν χρειάζονταν την φροντίδα της, μιας και τελευταία είχε παρατηρήσει πως τα πάντα εκεί μέσα λειτουργούσαν αυτόνομα. Το αν η Μαρία θα αποφάσιζε τελικά ή όχι να ξεχειλώσει τις φλέβες της δεν ήταν θέμα εξαιρετικής σημασίας, αφού η τηλεόραση θα εξακολουθούσε να παίζει μόνη της, ρουφώντας κάθε ίχνος πρωτότυπης σκέψης στο σαλόνι, η μπανιέρα θα συνέχιζε να αναβλύζει τα νερά των σωληνώσεων κάθε φορά που θα ένιωθε απογοήτευση και οι ντουλάπες της θα εξακολουθούσαν να ανοιγοκλείνουν κατα βούληση, κάθε φορά που θα ήθελαν να υπενθυμίσουν όλων των ειδών τα πράγματα που στριμώχνουμε προς τα πίσω για να πάμε προς τα μπροστά, μα δεν παύουν να υπάρχουν και να καταρρέουν σαν καστράκια το καλοκαίρι. Έτσι είχε ερμηνεύσει η Μαρία τις ενέργειες των πραγμάτων του σπιτιού, τουλάχιστον, και κάπως έτσι ήταν πραγματικά. Τίποτα δεν θα άλλαζε τραγικά αν η Μαρία εκείνο το βράδυ είχε προβεί σε αυτή την τρομερή ενέργεια. Τα παπούτσια θα σκονίζονταν λίγο περισσότερο, κάποιοι θα έπρεπε να αναζητήσουν μια νέα καμπύλη ώμου για να κλαίνε και το ημερολόγιο θα έμενε στάσιμο στον Γενάρη του 2021 για πάντα. 

Αν δεν είχε εμφανιστεί ο κ. Αρπάζογλου η Μαρία θα είχε χαιδέψει επιμελώς ένα ένα τα φυτά της, θα είχα βάψει έντονα τα νύχια της, θα είχε κλείσει το τηλέφωνό της και θα είχε τραβήξει έτσι απλά τον νυχοκόπτη απο τη θέση του.
Ο κ. Αρπάζογλου είχε κάνει την πρώτη του εμφάνιση κάποιους μήνες νωρίτερα παίρνοντας όλες τις πρωτοβουλίες που θα εκτιμούσε ένα κορίτσι. Ήξερε να παραγγέλνει πάντα το σωστό φαγητό για την περίσταση, χωρίς να κάνει πολλές πολλές ερωτήσεις και κουβαλούσε μαζί του τουλάχιστον τρείς διαφορετικές μάρκες τσιγάρα, που άνοιγε ανάλογα με το τι σήκωνε η διάθεση. Όταν βρήκε την Μαρία με τον νυχοκόπτη στα χέρια δεν έδειξε καθόλου έκπληκτος και αυτό ήταν κάτι πολύ εκτιμητέο. Έβαλε τον νυχοκόπτη στη θέση του, πήρε την Μαρία στον καναπέ και ξεκίνησε να της απαριθμεί μία μία όλες τις ταινίες με ζόμπι που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Έτσι η Μαρία κατάλαβε πως αν επρόκειτο να γίνει ζόμπι μετά την αποχώρισή της, θα έπρεπε πρώτα να έχει φροντίσει ώστε το μακιγιάζ και το χτένισμά της να παραμείνουν τέλεια στην αιωνιότητα, πράγμα που χρειαζόταν σοβαρό προγραμματισμό. Έτσι ο κος Αρπάζογλου κατάφερε να ναυαγήσει το σχέδιο της μέσα σε λιγότερο από πέντε λεπτά.

-Δηλαδή θα έχανες την πτώση της θερμοκρασίας;

-Αν δεν περιλαμβάνει χιόνι δεν με ενδιαφέρει.

-Ναι, αλλά θα έχανες την ευκαιρία για τις αγαπημένες σου συμβουλές.

-Όπως;

-Όπως μην φοράς αυτά τα παπούτσια, θα κρυώσουν τα πόδια σου ή μη ξεχάσεις να βάλεις το κασκόλ σου.

-Πράγματι οι αγαπημένες μου συμβουλές.
Νιώθω πως η πτώση της θερμοκρασίας είναι απλώς ακόμη μια είδηση για να έχουμε αφορμές να γκρινιάξουμε ο ένας στον άλλο. Εσύ θα μπορούσες να μου γκρινιάζεις για τα παγωμένα σου πόδια, ώστε να φέρω το σεσουάρ και να στα ζεστάνω κι εγώ θα μπορούσα να γκρινιάζω πως πονάει το κεφάλι μου με τόσο κρύο, μήπως σηκωθείς να φύγεις. Νιώθω πως με την πτώση της θερμοκρασίας θα είχαμε ακόμη μια δικαιολογία για να μη σηκωθούμε ξανά απο δω μέσα, να αναβάλλουμε όλα μας τα ραντεβού για πιο ζεστές μέρες και να τρώμε μόνο σούπες. 

-Εγώ νομίζω πως αυτή η συζήτηση θα πήγαινε τέλεια με δυό ποτήρια κονεμάρα και ένα κομμάτι της Τζούντι Γκάρλαντ.
-Άμα με αφήσεις να κάνω την Στρέιζαντ.

Ο κ. Αρμπάζογλου πάντα την άφηνε να κάνει την Μπάρμπαρα. Η Μαρία έτρεχε να φορέσει το μαύρο καλσόν και ύστερα ξεκινούσε πρώτη ως Μπάρμπαρα. Όταν το τραγούδι τελείωνε το κοινό πάντα αποφάσιζε πως η Μαρία ήταν πειστικότερη για τον ρόλο απο τον κ. Αρπάζογλου και κέρδιζε την μονομαχία. Ύστερα βούλιαζαν ξανά στον καναπέ και για τον υπολειπόμενο χρόνο καπνίζανε συζητώντας, μέχρι ο κ. Αρπάζογλου να φύγει για να γυρίσει στην γυναίκα του. Πως και πως περίμενε την ώρα που αυτός θα επέλεγε να εμφανιστεί και πως και πώς περίμενε την ώρα να ξεκουμπιστεί. Δεν ήταν σίγουρη τι απο τα δυό προτιμούσε. Της άρεσε ο τρόπος που άνοιγε το κρασί και ό τρόπος που σταύρωνε το ένα πόδι πάνω απο το άλλο. Ο τρόπος που ακουμπούσε πάνω της το κεφάλι του και ξάπλωνε έκανε την Μαρία να νιώθει πως κρατάει στα χέρια της το κεφάλι ενός σαραντάχρονου μωρού που δεν μπορούσε να θυμηθεί πότε είχε γεννήσει, αλλά σίγουρα ήταν μάνα του. Ένα σαραντάχρονο βρέφος που ήθελε με όλη του την δύναμη να ρουφήξει μέχρι και την τελευταία σταγόνα απο τη νεότητα της, κοιτώντας τη κατάματα, και η Μαρία δεν μπορούσε παρά να κάνει τα πάντα ώστε αυτό το παιδί να μεγαλώσει σωστά. Ένα παιδί που του έπαιρνε να απογαλακτιστεί και να εξελιχθεί σε ενήλικα με λουμπάγκο και αδύναμα γόνατα περίπου τρείς ώρες, ποτέ περισσότερο, για να γυρίσει στα δικά του γυναικόπαιδα και να αφήσει τη Μαρία ορφανή απο γιό. Μια φορά την εβδομάδα για τρεις ώρες ο κ. Αρπάζογλου επισκεπτόταν το δυάρι, έπιναν απο ένα ακριβό ουίσκι, η Μαρία φορούσε το μαύρο καλσόν, έκανε το αγάπημενο της νούμερο απο ένα διαφορετικό μιούζικαλ κάθε φορά, ύστερα κάνανε σεξ με τα φώτα αναμμένα πάντα, συζητούσαν λίγο κι αυτός έφευγε. Ύστερα το δωμάτιο αποκτούσε αυτή την πνιγηρή ατμόσφαιρα που αποκτούν τα δωμάτια όταν κάποιος φεύγει νωρίς και η Μαρία άνοιγε τα παράθυρα. Διάβαζε την λίστα με τις ταινίες που την προέτρεπε να δει και αποφάσιζε να βάλει πάλι την αγαπημένη της.

-Άμα είχα αυτοκτονήσει απόψε τί θα έκανες;

-Θα έπρεπε να καπνίσω μόνος μου.
-Και τι άλλο;

-Θα έπρεπε να ταίσω τη γάτα.

Στην ουσία η Μαρία επέμενε να αυτοκτονεί μόνο τα βράδια που άνηκαν στον κ. Αρπάζογλου, γιατί ανυπομονούσε να τον δεί να κλαίει. Η Μαρία ήθελε οπωσδήποτε να τον δεί έστω και για μια φορά να κλαίει, αλλά δεν τα είχε καταφέρει μέχρι τώρα.

-Θέλω να σταματήσεις να έρχεσαι.

-Γιατί αυτό;
-Γιατί βρήκα άλλον και απο την επόμενη εβδομάδα θα έρθει να μείνει εδώ μαζί μου.
-Δηλαδή δεν θέλεις να με ξαναδείς;

-Δηλαδή δεν θέλω να σε ξαναδώ, απόψε είναι η τελευταία φορά.

Το σύμπαν του κύριου Αρπάζογλου κατέρρευσε, ο μεγαλύτερος του φόβος μόλις είχε γίνει πραγματικότητα. Το αγαπημένο του ζωάκι είχε ανοίξει την πόρτα και τον είχε εγκαταλείψει. Ένιωσε έναν αφόρητο πόνο στο στομάχι του και ένα απίστευτο κάψιμο στη μέση.Ένιωσε την πολυθρόνα να τον σφίγγει και την Μαρία να του σκίζει τον λαιμό με τον νυχοκόπτη. Σκέφτηκε οτι δεν θα ξανάμπαινε στο δυάρι της Μαρίας που μύριζε άζαξ, γιατί πάντα σφουγγάριζε στα γρήγορα πριν έρθει, δεν θα του κρεμούσε ξανά με προσοχή το παλτό μαζί με τα δικά της και δεν θα τον ρωτούσε που έχει παρκάρει ποτέ ξανά. Θα τον κορόιδευαν οι φίλοι του, θα ήταν απλώς ακόμη ένας γελοίος σαραντάρης, σαν και αυτούς, ό,τι έκανε έκανε, ό,τι πήδησε πήδησε, τώρα πίσω στη γυναίκα του, τι έγινε ρε; σε παράτησε η πιτσιρίκα γιατί δεν μπορούσες πια να την πηδάς; Σκέφτηκε τη Μαρία να ανοίγει στους ντελιβεράδες με το νυχτικό, στις φίλες της με τις κάλτσες, σκέφτηκε πως θα γδυνόταν πια μόνο για τον καινούργιο της γκόμενο. Όλοι είχαν το δικαίωμα να χαίρονται τη Μαρία γυμνή πια εκτός απο αυτόν. Ένιωσε τις παλάμες του να ιδρώνουν και τις σκούπισε στο ύφασμα του παντελονιού του. Φυσικά η Μαρία κάποτε θα έβρισκε έναν γκόμενο να τον αντικαταστήσει, σίγουρα νεότερο του, πολύ νεότερο του, να μπορούν να πηγαίνουν μαζί για φαγήτο και μετά για ποτό και να χορεύουν, να κάθεται με τις φίλες της και αυτές να της λένε πόσο τυχερή είναι που βρήκε τόσο ωραίο γκόμενο και να κοιτάξει να μην τον χάσει. Έναν γκόμενο που θα μπορούσε να πίνει και να μη πέφτει λιπόθυμος στο κρεβάτι. Έναν γκόμενο που θα την πήγαινε βόλτα με τη μηχανή στο Παγκράτι και στο Αιγάλεω, θα την τάιζε στο στόμα και μετά θα την έγλυφε στο αυτί και αυτή θα φώναζε το όνομα του. Ο κ. Αρπάζογλου δεν μπορούσε να κάνει χωρίς την Μαρία, γιατί χωρίς την Μαρία δεν θα υπήρχε πια κανένας να πιστέψει σε αυτόν. Γιατί η Μαρία ήταν η τελευταία που πίστευε στη μεγαλοφυία και στο ταλέντο του, χωρίς να έχει την παραμικρή ιδέα για το ποιός είναι πραγματικά ο κος Αρπάζογλου. Η Μαρία ήταν ο μοναδικός άνθρωπος που επέμενε σε μία φανταστική κρυφή πλευρά του, που ήταν απολύτως τρομερή και φοβερή και θα μπορούσε να αλλάξει τον κόσμο με αυτή, επιπρόσθετα η Μαρία είχε το πιο βελούδινο δέρμα που είχε αγγίξει ποτέ και ήταν πάντα θερμή και διαθέσιμη στα χέρια του, πάντα εκεί για τις βροχερές ημέρες και ταραχές του κύριου Αρπάζογλου. Πως τολμούσε  να του το κάνει αυτό; Η προοπτική του θανάτου της ξαφνικά του φάνηκε ελκυστική. Πραγματικά εκείνες τις στιγμές το μόνο πράγμα που μπορούσε να σκεφτεί ο Αρπάζογλου ήταν το πόσο ήθελε να έχει αφήσει την Μαρία να πεθάνει.
Όχι οτι η Μαρία είχε βρει πράγματι τον αντικαταστάτη του κύριου Αρπάζογλου, απλώς ήθελε πάρα πολύ να τον δει να κλαίει, όπως ήθελε να μυρίσει ξανά ψωμί να ψήνεται ξημερώματα μετά απο ξενύχτι. Όπως ήθελε να δώσει ξανά ατελείωτα φιλιά, μέσα στο κρύο ή να περπατήσει στο κέντρο σε ώρα αιχμής. Και βέβαια είχε λίγο κουραστεί, είχε κουραστεί λίγο να παίζει αυτό το παιχνιδάκι κάθε βδομάδα. Αυτό που είχε να του πεί ήταν οτι ειλικρινά δεν μπορούσε άλλο να του κρατάει το κεφάλι στα μπούτια της, ούτε να τον περιμένει. Είχε κουραστεί να τον βλέπει να κάθεται απέναντι με αυτό το ύφος του πατέρα και είχε κουραστεί να κάθεται απέναντι με αυτό το ύφος της μαθήτριας που έχει ερωτευτεί τον δάσκαλο. Είχε κουραστεί σε αυτό το διαμέρισμα που όλοι ήταν ανεξάρτητοι και δεν ρωτούσαν για τίποτα.

Ήθελε να βγει μια βόλτα, να περπατήσει και να μη γυρίσει σύντομα.

Απλώς είχε κουραστεί. Αυτό ήταν όλο. Είχε κουραστεί που ο μαλάκας δεν είχε κλάψει ούτε μια φορά.

Ο κύριος Αρπάζογλου σηκώθηκε απο την πολυθρόνα με τα χίλια ζόρια, πήρε το παλτό και κατευθύνθηκε προς την εξώπορτα. Περίμενε μέχρι και την τελευταία στιγμή πως η Μαρία θα τον έπιανε απο το χέρι και θα τον τραβούσε μέσα, αλλά η Μαρία δεν σηκώθηκε απο τον καναπέ. Φεύγοντας ξεκίνησε κάτι που περιλάμβανε βρισιές και αναφιλητά, αλλά η Μαρία δεν μπορούσε να δει πως πράγματι τελικά κατάφερε απόψε τον κύριο Αρπάζογλου να σπαράξει στο κλάμα. Κι έτσι η Μαρία άνοιξε τα παράθυρα, έβαλε την αγαπημένη της ταινία και έβγαλε το μαύρο καλσόν. Στήθηκε για λίγο μπροστά στον καθρέφτη ίσα να κάνει μια νοητή χειραψία με το είδωλο της και έπιασε τον νυχοκόπτη ξανά στα χέρια της. Η αλήθεια είναι οτι την περίμενε πιό δραματική την αποχώρηση του Αρπάζογλου. Περίμενε να κυλήσει στα μάγουλά του ένα έστω ασταμάτητο δάκρυ, αλλά δεν κύλησε. Έτσι η Μαρία πήρε τον νυχοκόπτη και ξεκίνησε με μεγάλη λεπτότητα κινήσεων να κόβει ένα ένα τα νύχια του αριστερού της ποδιού.

Σχολιάστε