Όταν της πέφτει ο πυρετός ιδρώνει.
Ιδρώνει και μέσα από τα παπλώματα είναι σαν να μυρίζει ψημένο τοστ. Το ορκίζομαι. Πρώτα σε χτυπάει σαν μυρωδιά ψημένου ψωμιού κι έπειτα έρχεται ο παλιός αγαπημένος συνδιασμός ζαμπόν-τυρί. Ψήνεται στον πυρετό σαν λαχταριστό τοστάκι. Και έτσι όπως ψήνεται θέλεις να την δαγκώσεις. Δεν γίνεται να μην το κάνεις. Δηλαδή, είναι σαν να έχεις μπροστά σου ένα τοστάκι, από αυτά που είναι τετράγωνα με ρίγες και στο πλάι τους κρέμεται τυράκι, και εσύ να μην το δαγκώνεις, κι να το αφήνεις να παγώσει. Με τον ίδιο τρόπο που όταν είναι μπροστά σου μπολ με φυστίκια θέλεις να τα ανοίξεις, να τα σπάσεις ένα ένα, κι ας μην έχεις όρεξη να φας. Σκέφτεσαι πως είσαι ο πρώτος άνθρωπος του κόσμου που κάνει αυτή τη σκέψη. Που συνδέει την ανθρώπινη μυρωδιά με εκείνη του τοστ, ο πρώτος άνθρωπος που κάνει την πιο απλή ανακάλυψη. Ο πρώτος άνθρωπος που θέλει να δαγκώσει τόσο πολύ ένα ανθρώπινο τοστ κι ας σιχαίνεται το τυρί. Ο πρώτος άνθρωπος που βρίσκεται μπροστά σε ένα ανθρώπινο τοστάκι, και όταν κάτι τέτοιο σου συμβαίνει καλό είναι να είσαι σε θέση να το καταλάβεις και να κινηθείς αντίστοιχα. Πρέπει να είσαι σε θέση να καταλαβαίνεις την τύχη σου, να μπορείς να τροχίζεις τα δοντάκια σου και να ρίχνεσαι με ευθύνη και τρυφερότητα σε παπλώματα αλλαντικών, να φροντίζεις να ξαπλώνεις τα μάγουλα σου με ευγνωμοσύνη στην πιο μυρωδάτη και τραγανή κόρα του κόσμου. Θέλει μεγάλη τύχη για να σου φανερωθεί κάποιος ολόκληρος – να ιδρώνει κάποιος δίπλα σου κι εσύ να αναγνωρίζεις στο καλούπι του την χαμένη νοστιμιά της συλλογικής παιδικότητας όλου του κόσμου.