το ίδιο περιστέρι συνήθιζε να κάθεται στο ίδιο φανάρι, πάνω από τη φωτεινή επιγραφή της μάρκας καφέ
που σέρβιρε το μαγαζί, κάθε βράδυ. κι εκείνη πέρασε όλο τον Αύγουστο να το παρακολουθεί, μέσα-έξω, μπύρες-κρασιά, αυτό εκεί ως το σχόλασμα. ένα ζευγάρι, τελειώματα καλοκαιριού, καθόταν στο πιο μακρινό τραπέζι, κωλόζεστη εκείνο το βράδυ, ο πεζόδρομος βρώμαγε από τις αποχετεύσεις, μίλαγαν για το περιστέρι, λέγανε ότι είναι εδώ έναν μήνα. είχε περάσει ένας μήνας, η εποχή άλλαζε, σκέφτηκε να του το γράψει τότε αυτό,
να του πει και για το ζευγάρι και για τη γλοιώδη υγρασία, να πει πως πίνανε τζιν τόνικ και λευκό κρασί με πάγο.
σκέφτηκε πως σε αυτή την πόλη, οι δυο τους ήταν σίγουρα οι τελευταίοι άνθρωποι
που δεν σιχαίνονταν τα περιστέρια, αλλά σίγουρα σιχαίνονταν ο ένας τον άλλον, και με τέτοια κωλόζεστη,
οι γκραντέ κινήσεις ανακωχής έχουν τη γεύση του κοκτέιλ με έξτρα πάγο, δηλαδή αίσχος, πιο χάλια πεθαίνεις.
