Μαύρο τσάι σταλμένο από τη μάνα μαζί με δισέλιδο γράμμα° για να προσπαθήσουμε να πιάσουμε από μιαν άκρη του εαυτού μας και να τη ξηλώσουμε σαν ύφασμα, για ακόμη μια φορά, απ’την αρχή. Από δεξιότητες μετράω πιο πολύ αυτές: που μπορώ να κρατάω το φλυτζάνι με χέρια που δεν τρέμουν και που δεν τολμώ να πω λέξεις όπως αντίο. Χίλιες ευκαιρίες να σου δώσουνε, εσύ θα είσαι πάντα αυτή που σου αρνήθηκαν. Γιατί; Περπατάς στον δρόμο, επιταχύνεις, σκοντάφτεις, συνεχίζεις πιο συντηρητικά, ξεχνάς πως λειτουργούν τα πόδια σου, έμαθες ποτέ να περπατάς πραγματικά ή είσαι ακόμη στην κούνια; Περνάς το φανάρι με κόκκινο για να καταλάβεις, δεν παθαίνεις τίποτα, συνεχίζεις τρέχοντας μέχρι να σου κοπεί η ανάσα, είσαι αυτή η ευκαιρία που δεν σου δώσανε. Ποιοί μας αγαπάνε; Κλειστό το μαγαζί της αγάπης. Τυλίγομαι με τη κουβέρτα για να θωρακιστώ από το βάρος της επιλογής του άλλου και δεν πιάνει, όσα ξόρκια και να πω. Καταλήγω βραχνιασμένη και ημιλιπόθυμη απ’την κούραση. Θα χρειαστούν ακόμη δεκάδες σελίδες από γράμματα και εκατοντάδες χάδια από αγαπημένα χέρια. Θα χρειαστεί να δέσω και να λύσω το στομάχι μου, όπως τόσο επιδέξια ξέρω να κάνω, να αφοπλίσω τον καθρέφτη, με τη ψυχραιμία που απαιτεί μια βόμβα που πρόκειται να με τινάξει στον αέρα. Σαν να γράφω λίστα για το σουπερμάρκετ, πάλι από την αρχή, θα απαριθμήσω ζωτικά όργανα και κόκαλα, να δω αν τα ’χω όλα ή αν κάτι λείπει. Κι αν δεν λείπει τι έφταιξε αυτή τη φορά; Κι ύστερα η λίστα θα γίνει κάπως πιο επίπονη, θα καίει σαν να γράφω τα ονόματα αυτών που έχουν φύγει. Και φυσικά, καμία άκρη δεν θα βγει, καμία τέτοια ικανότητα δεν έχω να στηριχτώ πάνω της, κανένα ταλέντο να μπαίνω μες στα πράγματα και να βγαίνω όποτε θέλω από αυτά με το χτένισμα και το μακιγιάζ αψεγάδιαστο. Ακολουθούν σαμπουάν κι αφρόλουτρα, πιατάκια, φλυτζάνια και τασάκια, μέρες αργίας, ρίγη μέσα στα καυτά νερά, επικριτικές στοίβες από άπλυτα πιάτα, χαϊδεμένα πεζοδρόμια και δρόμοι που σε πετάνε εκτός, γιατί στον άλλο ανήκουν καλύτερα. Κλειστό το μαγαζί της αγάπης.
Σου λέω: εγώ που αγάπησα τα πάντα πριν να τα γνωρίσω θέλω να αγαπήσω κάτι επιτέλους που το ξέρω.
*Θ.Γκόρπας, Ποιοί μας αγαπάνε;
