Ασύνηθες.

ξύπνια εγώ μόνο. κοιτάζω εδώ και ώρα, ερευνητικά, το φωτιστικό οροφής πάνω απο το κρεβάτι του. πολύχρωμο κι αισιόδοξο ξεγελάει για σπηλιά νυχτερίδας. η νυχτερίδα δεν έχει ξεπροβάλει ακόμη και ανησυχώ. κρύβεται μήπως; το κάνει αυτό καμιά φορά και μου σφάζει την καρδιά με την ξαφνική της εμφάνιση σε χρόνο ανύποπτο. μπορεί να κρύβεται καλά καλά πάλι, έτσι που να νομίσω οτι έχει φύγει. να βγεί έπειτα, λες και επίτηδες, να κάνει είσοδο, με όλους τους προβολείς επάνω της, με τα βελούδινα μαύρα της φτερά, για να μου ανακοινώσει πως πάλι στη προχειράτζα τη βγάλαμε, τσαπατσούλικα και χλιαρά. και έτσι θέλω να ‘μαι έτοιμη για κείνη, έτοιμη να της ξινίσω τα μούτρα και να της πω πως καθόλου δεν με νοιάζει, να της πω γούστο μου καπέλο μου, κοπελιά, τη δουλειά σου εσύ. περιμένω ξαπλωμένη. το φως του δωματίου είναι τόσο χρυσαφένιο και γλυκό που δεν πιστεύω πως θα μπορούσε να του κρυφτεί. δεν θέλω να κοιτάξω ρολόι, μη τυχόν και το φως το σκάσει με μιάς απο το κάδρο, μη τυχόν και μπουκάρει ο χρόνος επιθετικός. Το φως γνέφει δύση. το μπουκέτο με τα λουλούδια είναι απο το βράδυ πάνω στη συρταριέρα. ανησυχώ μη μαραθούν. να σηκωθώ να τα βάλω στο νερό; κι αν γυρνώντας βρω εκείνη να πετά χαμηλά, στη θέση μου, δίπλα απο το κεφάλι του, δεν θα το αντέξω. δεν θα εγκαταλείψω, λοιπόν, τη λακκούβα που έσκαβα όλο το βράδυ μπας και φτιάξω μια θέση πλάι του. περιμένω. φαντάζομαι τη γεύση που μπορεί να έχει ο καφές που φτιάχνει τα πρωινά και φαντάζομαι, έτσι όπως παρατηρώ τα χείλη του, το σχήμα που θα παίρνουν αγγίζοντας την κούπα στη πρώτη γουλιά. αναρωτιέμαι αν εχει ποτέ πέσει μέσα στον καφέ του κάποια τρίχα απο τα φρύδια του, έτσι όπως τρίβει το πρόσωπό του, ή μήπως κάποια βλεφαρίδα απο τα ματάκια του. υπέροχος, όπως όλα αυτή τη μέρα, κοιμησμένος. σπινθυρίζω, βγάζω φλόγες, λέω στην άλλη πως δεν τη τρέμω πια, έχω τα βλέφαρά του. και την ανάσα του στο μάγουλό μου και είναι ατάραχη και ζεστή και με καθηλώνει όπως ο τρόμος, αλλά απο την άλλη μπάντα, την δική μου. και δεν τη φοβάμαι, πετάω το πάπλωμα και στέκομαι στα πόδια μου. και πάω να του φτιάξω τα λουλούδια του και είμαι γενναία και αφήνω πίσω τη μεριά μου ζεστή, υποτονική ίσως, και εκτεθειμένη, μα δική μου σίγουρα. και εισέρχομαι στο σκοτεινό και ψυχρό χώρο της κουζίνας, πατινάροντας στα παγωμένα πλακάκια. πρέπει να τεντωθώ, να φτάσω για τη βρύση και για το βάζο, να κάνω όσο πιο γρηγορα μπορώ. μα παρά την αξιόλογη βιασύνη μου, ανακαλύπτω, επιστρέφοντας, με καταϊδρωμένες παλάμες, πως πια το δωμάτιο έχει στο σκοτάδι βυθιστεί και μου κόβονται τα πόδια με τη σκέψη πως αυτή είναι, όπως πάντα, αλάνθαστη και στρογγυλοκάθεται κάπου εκεί στα άδεια σεντονάκια αντι εμού. και τότε ο πεντάμορφος πατάει τον διακόπτη και το φωτιστικό πάνω απο το κρεβάτι του αστραποβολά, κάνει εναν ήχο σαν χειροβομβίδα που της βγάλαν την περονη, και πάει η νυχτερίδα μας, εξαϋλώνεται στην ηλεκτρική ενέργεια. και καθώς αυτός, ως άλλη πηγή φωτός, φυσική, τρίβει τα μάτια του και με προσκαλεί για μια κούπα καφέ, δεκάρα δεν δίνω που δεν είναι πρωινός όπως τον ονειρευόμουν, αλλά απογευματινός, και πριν την αποχώρηση απο το δωμάτιο, ψάχνω εγω τώρα την νυχτερίδα, μήπως και δώσει σαφή σοφή απάντηση και μάθω:

αγαπηθήκαμε αλήθεια αυτή τη φορά ;

*Απάντηση στο κείμενο της Παυλίνας Μάρβιν Το σύνηθες, εκδ. Κίχλη.

Σχολιάστε