
Στις 23:00 κάθε νυχτός, το τερατώδες συντριβάνι της πλατείας Ομονοίας υπερχειλίζει.
Μετατρέπει τα γειτονικά Εξάρχεια σε ζώνες τούνδρας φρεσκοποτισμένης, δροσίζοντας τους διψασμένους λειχήνες κάτω από τις πατούσες μας, που σέρνονται ολημερίς σε καυτά τροπικά πεζοδρόμια αμφιβόλου σταθερότητος.
Πολλοί είναι εκείνοι που δεν αρέσκονται στο μούλιασμα των άκρων τους και αποφεύγουν το νερό , σαν λάβα τρομερή, σκαρφαλωνοντας σε κολωνάκια και παρκαρισμένα αυτοκίνητα, μέχρι να τραβήξουν οι εργαζόμενοι του δήμου, επιτέλους, την τάπα κι όλο το νερό να εξαφανιστεί στη μαύρη αυτή τρύπα που καταλήγει ένας Θεός ξέρει που.
Εμείς οι υπόλοιποι απολαμβάνουμε το πλατσούρισμα καθήμενοι σε χαμηλά τραπεζάκια γεμάτα μεζέδες και διάφανα υγρά, πιτσιλώντας τους διπλανούς μας και πίνοντας στην υγεια του τελωνίου της ανάβλυσης, που προικισμένο με εξτραβαγκάντ ποσότητες χιούμορ μας χαρίζει αυτά τα ονειρικά παραλληρήματα του πρώτου μήνα τουτουνου του αναρχοαυτόνομου καλοκαιριού.