Ο χρόνος είναι οι άλλοι.

Ο παππούς είχε ένα καφέ ντάτσουν. Ερχόταν κάθε μέρα και μας έπαιρνε από το σχολείο για να μη κουβαλάμε τις τσάντες μας. Μέχρι να χτυπήσει το τελευταίο κουδούνι καθόταν στο καφενείο και μας περίμενε. Μια φορά, την ώρα που μπαίναμε στο αμάξι τον είδαμε να καπνίζει, τον πιάσαμε στα πράσα να φυσάει την τελευταία ρουφηξιά απ’το τσιγάρο του. Κάποιος θα τον είχε κεράσει, γιατί ο παππούς δεν κάπνιζε. Τον μαλώσαμε άσχημα, του είπαμε πως δεν κάνει να καπνίζει και αυτός γέλασε. Το κρατήσαμε μυστικό και δεν το είπαμε ποτέ στους άλλους. Ήταν το πρώτο μυστικό της ζωής μας.

Στο χωριό δεν υπήρχαν ρολόγια, τον χρόνο τον μετρούσαμε τελετουργικά. Ο χρόνος ήταν οι άλλοι. Η μέρα χωριζόταν στα τέσσερα. Υπήρχε η ώρα που ο παππούς σηκωνόταν να ψήσει καφέ, πριν ξεκινήσει για τα ζώα, που σήμαινε ξημέρωμα. Ύστερα ερχόταν η ώρα που η γιαγιά έβγαζε το φαγητό από τον φούρνο που σήμαινε μεσημέρι. Ακολουθούσε η ώρα που ανέβαιναν για πότισμα που σήμαινε Δύση και τελικά η ώρα που άναβαν το φως έξω στην αυλή για να μη πέσει κανείς μας στο σκοτάδι, και έτσι ξέραμε ότι πια βράδιασε. Υπήρχε επίσης η ώρα του δελτίου ειδήσεων, της αγαπημένης εκπομπής και του ζεστού ψωμιού κατευθείαν απ’τον φούρνο.  Κάποια στιγμή μεγαλώσαμε, φύγαμε απ’το χωριό, η μέρα έσπασε σε αμέτρητα μικρά κομματάκια έτσι που πήραμε ρολόγια για να τα βγάλουμε πέρα, και οι ωροδείκτες της ζωής μας άρχισαν να φεύγουν ένας ένας. Αλλά εσείς να ξέρετε πως η μέρα ξεκινάει πάντα όταν ο παππούς μου σηκώνεται να ψήσει καφέ και τελειώνει όταν ανάβει το φως στην αυλή για να μη τσακιστούμε στα σκοτάδια.

IMG_20200423_110330_206-1

Σχολιάστε