
Έχω ένα χτυπημένο πόδι. Δεν πονάει πολύ. Κάποιο παπούτσι με έχει χτυπήσει στον αστράγαλο και τσούζει. Εχει κάνει πληγή. Το ίδιο πόδι το έχω μάλλον στραμπουλιξει καιρό πριν, γιατί όταν το κουράζω πονάει και το πατάω δύσκολα. Έχει κάποιους μήνες έτσι το πόδι. Δεν το χω ψάξει να δω τι επαθε. Το χω αφήσει. Περιμένω να περάσει. Είναι ευαίσθητα τα πόδια μου. Έτσι κανω με τα πράγματα που είναι ευαίσθητα. Μου αφήνουν μια ενόχληση που δεν τη ψάχνω, τη βαφτιζω νέο κουσούρι και την αφήνω να παρεμβαίνει πότε πότε. Δεν έχω κανέναν δίπλα μου να του πω για το πόδι. Μένω ξαπλωμένη για άλλες δύο ώρες και το σκέφτομαι. Σκέφτομαι που δεν έχω κανέναν δίπλα μου και πόσο σημαντικό είναι να πω σε κάποιον για το πόδι μου. Μετά κλαίω σαν παιδάκι, μόνο έτσι ξέρω, δυνατά και με πολλά αναφιλητά και δάκρυα. Η κάλτσα έχει κολλήσει στο ξεραμένο αίμα της πληγής και δεν μπορώ να τη βγάλω. Δεν είναι κανένας δίπλα να μου βγάλει την κάλτσα, αλλά χτες περπατούσα χωρίς παπούτσια και οι κάλτσες έχουν βρωμίσει, και πρέπει να τις βγάλω οπωσδήποτε. Αλλιώς θα πρέπει να αλλάξω σεντόνια εξαιτίας της κάλτσας. Δεν μπορώ να σκύψω να τη φτάσω. Δεν προσπαθώ να τη φτάσω. Χαζεύω άλλες δυο ώρες. Έχω γεμίσει τον τοίχο με παιδικές φωτογραφίες και κοιτάζω. Προσπαθώ να βρω πότε εμφανίστηκε η έκφραση μου, αυτή που αναγνωρίζω μόνο εγώ. Αν την είχα πάντα σαν γεννητικό υλικό ή αν την απέκτησα απο καμιά δικη μου περιπέτεια. Πως γίνεται να αλλάζει το πετσί σου χωρίς να το καταλαβαίνεις. Μήπως γίνεται στον ύπνο σου κάποιο τυχαίο βράδυ και ξυπνάς κάποιο πρωί σε καινούργια εκδοχή, εκδοχή χωρίς γυρισμό, μονόδρομο. Το προηγούμενο μοντέλο έχει καταργηθεί. Το μαξιλάρι δίπλα, κάτω στο πάτωμα, λεκέδες απο μεικ απ και μάσκαρα. Όταν τελειώνει ο έρωτας συνεχίζει ο ερωτικός λόγος αυτόνομος εντελώς. Δώσε μου μια μεγάλη μέρα, ολοδικια μου, να ψιθυρίζω τραγουδάκια στο μαξιλάρι μεχρι να πονέσουν τα χείλη μου και θα μαι ευτυχής. Θα προτιμούσα τωρα να ήμουν σε μια απο τις αγαπημένες μου παραλίες αντί για αυτό το δωμάτιο, που δεν το λες ουτε σκοτεινό ούτε φωτεινό, μόνο αδιάφορο. Αλλά δεν έχει σημασία γιατί ξέρω πως ο θλιμμένος άνθρωπος κουβαλάει μαζί τη θλίψη του και δεν μπορεί να την αφήσει σπίτι. Άρα δεν έχει διαφορά το δωμάτιο απο την παραλία. Θα προτιμούσα να ήταν κάποιος δίπλα να μου βγάλει τις κάλτσες. Να μη μου τις βγάλει δεν πειράζει. Να μου πει πως δεν πειράζει που θα βρωμισουν τα σεντόνια και θα πρέπει να τα αλλάξουμε. Πως δεν ειναι τίποτα να αλλάζεις σεντόνια. Να πιασει το μαξιλάρι απ’το πάτωμα. Δεν πειράζει, να μου πει, που δεν ξεβαφτηκες χτες το βράδυ. Να μου βάλει ενα χανζαπλαστ στον αστράγαλο. Να πάρει το χανζαπλαστ απο το ντουλάπι του μπάνιου και να μου το φέρει στο κρεβάτι. Να μου το ανοίξει και να το βάλω μόνη μου, δεν πειράζει. Να μου πει, δεν πειράζει πουλί μου που σακατευτηκες και θα σε πονάει το πόδι σου για πάντα. Δεν φταις εσύ, και αν φταις, πάλι δεν είναι κακό που θα κουβαλάς ενα χτυπημένο ποδι, που θα το σερνεις ξοπίσω σου αργά και μόνο αργά θα μπορείς να προχωράς. Που δεν θα μπορείς να το κόψεις, ούτε να το φτιάξεις. Δεν πειράζει που δεν θα πεθάνεις απ’το πόδι σου ποτέ, ούτε μια φορά. Να με πει πουλί του. Να πιάσει το μαξιλάρι απο το πάτωμα. Να βγάλει το δίσκο. Να ξεχάσει το χανζαπλαστ και το μικρό μάτι της κουζίνας ανοιχτό.