
Σε πετυχαίνω
ένα μήνα μετά
σε θεϊκό πρωινό
σε πολυσύχναστο δρόμο
των εξαρχείων
κόβεις μαχαίρι τη βουή
έτσι που -μου- φαίνεσαι
φρεσκοξυπνημένος
πετάς δύο φιλιά
που φτιάχτηκαν λες και ακριβώς
στα μέτρα του προσώπου μου
λες πως είσαι για κάπου που δεν ακούω
βιαστικός
και ήλιος οκτωβριανός
περπατάς μακριά μου
καθώς προσπαθώ να
συγκρατήσω για τον
επικείμενο χειμώνα
με νύχια και με δόντια
την εικόνα σου
βρισκομαι εγώ -και όμως
αληθινή οδηγός
του φορτηγού αποφράξεων
που με προσπερνά θλιμμένο
εγώ αληθινά παίρνω
απο το στόμα μου το χέρι μου
ανοίγω να βγει έξω
το ξεχασμένο
από το θέρος κλάμα
και μπαίνοντας στο επόμενο
προπατζίδικο
τα πάντα
ενάντιά μου παίζω
μπας και πληρωθώ.