Ω, Ιουλιέτα

Closer

Ήθελα μια από αυτές τις μέρες του Μάρτη, έτσι όπως πηγαίνω στη δουλειά μου, να πέσω πάνω στον έρωτα της ζωής μου. Να περπατάω ας πούμε στην Ομόνοια, να ανεβαίνω την Πανεπιστημίου και να την δω ξαφνικά μπροστά μου. Να ‘μαι εγώ ο Τζουντ Λο και να ‘ναι εκείνη η Νάταλι Πορτμαν στο Εξ επαφής. Να ‘ναι πρωί, 9:00 π.μ  ιδανικά, να φοράω ένα βαρετό κομψό γκρι κουστούμι και να κρατάω τον καινούριο μου μαύρο βαρύ χαρτοφύλακα. Να σκέφτομαι ότι πρέπει να ανανεώσω την πλειλιστ του κινητού μου και να αγοράσω καινούργια τάπερ. Να καταριέμαι τα επικυρωτικα μηχανήματα στο μετρό που πάντα κρασάρουν και πέφτουμε οι κουστουμαρισμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, σαν ντόμινο, σαν πλειμομπίλ, ίδιοι, μια εικόνα που προκαλεί γέλιο και βαριά ασήκωτη θλίψη. Εκείνη να έχει κόκκινα μαλλιά, πιασμένα κότσο στη κορυφή του κεφαλιού, να μοιάζει φρεσκοξυπνημένη και νυσταγμένη. Να περπατάει αργά. Το σώμα της να μου θυμίζει κατι απο ψάρι. Να φοράει φούτερ και από πάνω ένα ταμπα παλτό με ξεφτισμένες γούνες στον γιακά. Να έχει κατέβει από το σπίτι για να πάρει αποσμητικό στα Oggi, να σκέφτεται τι ωραίο σχέδιο που έχει το παλτό της μπροστινής και να σιγοτραγουδάει Πόλυ Πάνου ή Πάτσυ Κλάιν. Να ‘ναι σαν να βγήκε από ποίημα του Εγγονόπουλου.

Να πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλο .

Μια περαστική στα δεξιά μου να μου δώσει ένα τριαντάφυλλο από την ανθοδέσμη που κρατά για να της το δώσω και ένας περαστικός από τα δεξιά της να της δώσει κουλούρι Θεσσαλονίκης για να μου το περάσει στο χέρι.

Αυτό ήταν.

Έτσι θα έχω πέσει στον Θανατερο Έρωτα της ζωής μου. Αυτόν που υποστηρίζουν οι Ρομαντικοί. Αυτόν που θα στείλει το ποτάμι απ’τα βουνά  κάτω στη θάλασσα.

Θα μου πει ότι αγαπάει τα πολυακουσμένα σιντι στο αμάξι και θα της πω πως σιχαίνομαι τις γιαγιάδες που χαϊδεύουν τα εγγόνια τους στο κεφαλι σαν να ‘ναι κουτάβια. Θα της ζητήσω να γίνει το ρούχο μου και εκείνη, ολο χαρά, θα γίνει το λινό γαλάζιο μου πουκάμισο και το ψάθινο μου το καπέλο.
Εγώ θα γίνω η φέτα πορτοκάλι στη τεκίλα της και ο ήχος που κάνει ο πάγος στο ποτήρι της. Θα παρηγορούμε τους περιπτεράδες στις κακόφημες περιοχές και θα μοιρολογάμε τα κομμένα κλαδιά των δέντρων την ώρα που θα τα εναποθέτουν στους κάδους. Θα γελάμε με αυτούς που παίζουν μπιτς βόλει. Με εκείνους που δεν έχουν στον λόγο τους συνάφεια και ποιότητα. Με εκείνους που δεν πίνουν δηλητήρια και σιρόπια από φαντεζί μπουκάλια, με αυτούς που δεν είναι χειμερινοί κολυμβητές. Εμείς θα ‘μαστε μόνο χειμερινοί κολυμβητές και τα καλοκαίρια θα περνάμε τις ζεστές μέρες μαντάροντας κάλτσες. Στα καρναβάλια θα ντυνόμαστε αυτή Δον Κιχώτης και εγώ Σάντσο Πάντσα. Εγώ μια ζωή μαζι της θα παλεύω να βρω τις σωστές λέξεις και εκείνη μια ζωή μαζί μου θα τις τραβάει,  σαν με κλωστούλα,  μεσα απ’τα χείλη μου. Θα τις ψαρεύει. Οι λεξεις θα στάζουν, θα παγώνουν, θα λιώνουν και θα κομματιάζονται. Θα περάσουν λεπτά, μέρες και δευτερόλεπτα. Θα περάσουν χρόνια, δεκαετίες, αιώνες ολόκληροι, κατω απο το μπαλκονι της, έκπληκτος να παρακολουθώ εκείνες τις αμυγδαλιές του Μάρτη να εξακολουθούν να είναι ανθισμένες,  και το κορίτσι μου με ενα κλαδί στο χέρι, σαν να μου προσφέρει το δηλητήριο, πρωτοποριακή Ιουλιέτα, θα μου χορεύει τραγουδώντας :

Ο θάνατος θα ‘ρθει και θα χει τα μάτια σου,       

τα μάτια σου, 

αγαπημένε  γιάπη. 

 

 

Σχολιάστε