
Εγώ ήθελα να σου χαρίζω λεβάντες απο τον κήπο, τυλιγμένες σε τούλια, να τις βάζεις στο συρτάρι και να μοσχοβολάνε τα ρούχα σου, και κοχύλια να πέφτουν από τις τσέπες του παντελονιού σου μες το καταχείμωνο. Καλοκαίρια στα νησιά, να σε ταΐζω ροδάκινα και εσυ εμένα καρπούζια, και να μου κοκκινίζουν τα μούτρα και να μου βγάζεις τα κουκούτσια και να με φιλάς. Ήθελα για αλλαγή τη μέρα που θα σε γνώριζαν οι φίλοι μου να σε ερωτεύονταν, αλλά εσύ να μη τους πήγαινες καθόλου, να μη τους άντεχες ούτε για έναν καφέ. Ναι, αυτό θα ήταν ενδιαφέρουσα αλλαγή. Αντί να μου ‘λεγαν 《Ποιος είναι πάλι αυτός ο μαλάκας που μας κουβάλησες》να ‘λεγες εσύ 《πω ρε μωρο, οι φίλοι σου μεγάλοι κάφροι》. Ήθελα τη μέρα που θα σε γνώριζα εγώ, να σκεφτόμουν ήδη ότι το πρώτο μας παιδί θέλω να είναι αγόρι και να το βγάλουμε Πάνο, και να το αφιερώσουμε στον Πάνα και στο αρχαίο παν και στον πανικό που τα συνδιάζει. Ότι θα ‘χουμε ένα σπίτι στο βουνό και ένα στη λίμνη, και εγω σαν ένας ακόμα μεγάλος Θορώ θα καλλιεργω αναρριχητικές φραουλιές και θα μιλάω στις αλεπούδες και στα κουνάβια, και θα σε παρατάω για ώρες, και θα χάνεις τα ίχνη μου και θα με ψάχνεις. Ήθελα η μάνα σου να μου λέει τα μυστικά της, αντί για τα δικά σου, και ο πατέρας σου να με κερνάει ουίσκι σπέσιαλ στο καφενείο, ενώ ποντάρει σε μια παρτίδα δηλωτη κόντρα στον καλύτερό του φίλο. Ήθελα να μπορώ να κάνω το καϊμάκι στον καφέ σου τόσο πολύ να αστράφτει που να μοιάζει με ουράνιο τόξο. Εσύ να μπορείς να μαγειρεύεις ψάρια και εγω όσπρια, και ο φούρνος να μη έκαιγε τόσο ρεύμα και το απορρυπαντικό να μη τέλειωνε τοσο γρήγορα. Να ‘χε ο χειμώνας μια- δυο καλές μέρες την εβδομάδα να απλώνω τη μπουγάδα σου έξω να λιάζεται. Να σου αγοράζω βινύλια με πέντε ευρώ από τα ξεχασμένα παλαιοπωλεία της Ιπποκράτους και πατσουλί απο τους πλανόδιους που μπαίνουν στα μπαρ της Δευτέρας, ενώ πίνω βότκα βύσσινο. Ιδανικά θα ‘θελα από τους ίδιους πλανόδιους να μη ντρέπομαι να σου αγοράζω τριαντάφυλλα, την ώρα που μας ζαλίζουν και είμαι τύφλα και είναι ενοχλητικό, και να στα φέρνω το βράδυ σπίτι και να βάζουμε τρίτο πρόγραμμα που κατά τις 11.00 παίζει τους τζαζ ήχους της πόλης.
Εγώ ήθελα να πεθαίνεις όταν ρίχνομαι μόνη μου, με τους αγκώνες, στις μπάρες του κέντρου. Να θέλεις να χαστουκίσεις αυτούς που μου ξαναγεμίζουν το ποτήρι με τη μπύρα μου, να θέλεις να βάλεις τρικλοποδιά στους ντιτζει που υπακούουν στις παραγγελιές μου. Ήθελα να θυμάσαι το αγαπημένο λουλούδι της μάνας μου, μα πάντα να ξεχνάς το δικό μου, να κλέβεις τις ατάκες της, μα πότε τις δικές μου. Να μου άφηνες σημειώματα στον καθρέφτη και εγω αυτά που χω να σου πω να στα ‘γραφα σε επιστολές με γράμματα, πότε ατσούμπαλα και πότε καλλιγραφικα. Ήθελα όταν ξυπνάω από εφιάλτες να ξέρεις τι είναι αυτό που ονειρεύτηκα, να μη ρωτάς, να το ‘χεις ονειρευτεί μαζι και εσύ. Να ‘μουν εγώ αυτή η μία, η πιο έξυπνη πεταλούδα, που δεν ξεγελάστηκε, που δεν κάηκε στο φως της λάμπας, αυτή η μία που κίνησε να καεί από τον ήλιο. Εγώ ήθελα να ‘σαι εσύ αυτός ο ήλιος. Ο ήλιος, ο απογευματινός, που βουτάει στη θάλασσα και σου φέρνει χαρμολύπη. Εσύ όμως να ‘σαι ο πρωτος άνθρωπος που θα ψάχνει να αφαιρέσει αυτό το δεύτερο συνθετικό της λύπης.
Να σου βγάζω τα ρούχα, σαν γονιός, όταν σε παίρνει ο υπνος στον καναπέ, μετά από δεκάωρη βάρδια, και να σε πηγαίνω στο κρεβάτι σου. Να μπορώ να σου πω για ο,τι ήρθε πριν χωρίς να μου φύγει ούτε ενα δάκρυ, γιατί εσύ θα μου αντιπαραθέτεις ο,τι θα έρθει μετά. Και έτσι εγω να ηρεμώ και να σου σερβίρω παγωτό καϊμάκι σε σκαλιστό μπολάκι, κάτω από νεραντζιές, σε ένα τραπέζι με πλαστικό τραπεζομάντηλο με λουλούδια, που δεν θα ξεβάφει ποτέ. Δίπλα μας να ‘ναι ένα τροχόσπιτο με τέντα ριγέ στα χρώματα του Ολυμπιακού.
Ήθελα να καταρρεύσω στα χέρια σου, έστω για μια φορά, να δω πως είναι αυτή η γλύκα του να σε βαστάει κάποιος που σ’αγαπα. Να μη πεις ποτε: 《άσε μας κορίτσι μου》. Να με δουλευεις συνέχεια , μα να μη με κοροϊδεψεις ποτε. Να μη με φιλήσεις πότε στα μάτια. Να ‘μαι η πιο αληθινή νταμα, η Τίνκερπελ κλειδωμένη στο συρτάρι σου. Σαν η πιο γενναία εξερευνήτρια, ακούραστη, να ψάχνω την χαμένη σου σκιά και τυχαία να ανακαλύψω ότι ήμουν πάντοτε εγώ.
Ήθελα το μεγαλύτερο στοίχημα να το χάσουμε και οι δυο, και όταν θα πιάσουμε φωτιά να μη τρέξει κανεις μας για τη πόρτα, να μη τρέξει κανεις μας για τον πυροσβεστήρα. Εσύ, ψύχραιμος, να στρίψεις δύο τσιγάρα και γω, χαμογελαστή, να ρίξω δύο ποτα. Να ‘χουμε να λέμε οτι καήκαμε ρε παιδί μου σαν άνθρωποι.