Να ξυπνάς αργά.

 

《Να ξυπνάς νωρίς》 λένε  《Να έχεις τη μέρα μπροστά σου》. Αρχίδια.  Εγώ λέω να ξυπνάς αργά και να έχεις μπροστά σου το βράδυ. Όλο το βράδυ να κάνεις έρωτα με τον καλό σου. Όχι κινηματογραφικό έρωτα, αλλά αληθινό, ωμό . Να δαγκώνεστε, να ξεσκίζετε το δέρμα σας, να φιλιέστε στα αυτιά και στα ζυγωματικά. Να χαιδεύεστε, να χαιδεύεστε ακούραστα, να τρίβεστε, σαν τις γάτες, να γλύφετε ο ένας τον άλλον. Μετά θα έρχεται η ώρα που θα φτάνει ο ήλιος πάνω από το κεφάλι σας, αλλά εσύ να μην ξυπνήσεις. Κάνε μια κίνηση με το χέρι και κατέβασε την περσίδα να πέσει σκοτάδι. Και κοιμήσου. Κοιμήσου μαζί του. Κοιμηθείτε σαν να  είστε ενωμένοι. Να είστε από αυτούς που για να ‘ναι ήρεμοι χρειάζονται ο ένας ο δέρμα του άλλου. Θέλω να σε νιώθω. Θέλω η άκρη του χεριού μου να αγγίζει το σώμα σου, θέλω να γυρνάς  πλευρό και να με παίρνεις μαζί σου, να ‘μαι η επέκταση της μέσης σου ή της κοιλιάς σου. Τα πόδια μας να ενώνονται στο τελευταίο δάχτυλο. Ένας μυστικός χορός κάτω από το πάπλωμα, ανύπαρκτοι οι δυό μας στο κέντρο μιας  τεράστιας  πόλης που θα ξυπνάει. Να  ροχαλίζεις και να  με ρίχνει το ροχαλητό σου σε ύπνο ακόμα πιο βαθύ, να ονειρεύομαι δράκους και τίγρεις, να ιδρώνουν οι παλάμες μου. Να τρίζω τα δόντια μου και να μου ξεφεύγουν μισόλογα  που θα στάζουν έρωτες, και εσύ θα τα μετατρέπεις σε εικόνες στα όνειρά σου. Θα χαμογελάς, όπως  χτες που σε φίλησα και μου πες ότι είδες πως δάγκωνες  φράουλες. Να γίνομαι φράουλα. Να ταιριάξουν οι ανάσες μας και μετά να διαχωριστούν ξανά. Η δικιά σου είναι βαριά, σαν κάτι να σε πνίγει, παλεύεις να ανασάνεις. Αν δεν ήξερα πόσα πακέτα ξεπετάς τη μέρα, θα ‘λεγα ότι στον ύπνο σου πάντα τρέχεις να ξεφύγεις από τους φόβους σου, μέχρι που σκας. Η δικιά μου ούτε που ακούγεται, γυρνάς κάθε λίγο να με ακούσεις αν ζώ. Μόλις σιγουρευτείς γυρνάς πάλι πλευρά. Χτυπάνε τα κινητά   μας, μας καλούν. Μετά μας καλούν τα ξυπνητήρια. Σε κοιτάω ανήσυχη. Περιμένω να δω αν θα τα σηκώσεις και εσύ μου φιλάς τα δάχτυλα, χαμογελάς και σφίγγεις τα βλέφαρα. Χαμογελάω και εγώ. Πετάω το κινητό μου από το παράθυρο. Πάει. Σου χαιδεύω το μέτωπο και μεσημέριασε και βράδιασε. Οι από κάτω κάνουν πάρτυ και τραγουδάνε. Εσύ μου τραγουδάς νανουρίσματα και ανασαίνεις στο αυτί μου, με γαργαλάς. Με αγκαλιάζεις σαν χταπόδι, πλέκεσαι πάνω μου, κολλάς, με πνίγεις, με φιλάς στα μαλλιά, μου φοράς τις κάλτσες μου και μετά τα ρούχα μου, είμαι η κούκλα σου, η μαριονέτα σου.  Εγώ δεν θέλω να σε ντύσω• ας σηκωθούμε σε λίγο. Σου χορεύω, σου ζητάω να μου τραγουδήσεις  πάλι αυτό το τραγούδι σου , που πάντα ξεχνάω πως το λένε και περιμένω να ξανάρθεις και να μου το θυμίσεις . Εγώ θα σηκωθώ, θα γλιστρήσω μέχρι την κουζίνα να σε κεράσω παγωτό που έχουμε στη κατάψυξη και σοκολατένιο κέικ, και θα σου φτιάξω καφέ. Θα μου πεις ότι στον έκανα όπως πρέπει, όπως σου αρέσει. Θα κάνουμε ένα τσιγάρο να πάει κάτω ο καφές, θα καβαλήσουμε το μηχανάκι και θα ξεχυθούμε στη πόλη αναζητώντας  κορναρίσματα, ζογκλέρ των φαναριών, σκυλιά Δαλματίας και  περιπέτεια. Είναι Δευτέρα, η θερμοκρασία είναι 13 βαθμοί κελσίου, η Μεσογείων και η Αλεξάνδρας είναι πηγμένες ,ο κόσμος γυρνάει απ΄τη δουλεία του, είναι Άνοιξη. Εγώ κάνω την Αμελί και εσυ τον Νινό. Χαμο- γελάμε. Καλημέρα.

20180116_172036.jpg

Σχολιάστε